από τη Φαίη Γρίβα

Ο Booperkit Moseley και η Shukran Fahid γνωρίστηκαν στον εικονικό κόσμο της Δεύτερης Ζωής (SecondLife).Ο Booperkit ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να συναντήσει την Shukran και επέστρεψε μαζί της στην Αγγλία μια εβδομάδα αργότερα. Παντρεύτηκαν το 2006 και απέκτησαν τα δίδυμα αγόρια τους το 2009, όντας το πρώτο ζευγάρι που μετέφερε την εικονική πραγματικότητα στην πραγματική ζωή, για να ακολουθήσουν κι άλλοι πολλοί αργότερα (CNN iReport, 2009). Όμως τo φλερτ και ο έρωτας δεν είναι τα μόνα που έχουν αλλάξει σε αυτή την μετα-μοντέρνα εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας. Οι ψυχοθεραπευτές καλούνται να αναλογιστούν τον αντίκτυπο των νέων τεχνολογιών στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, στην ψυχοπαθολογία, στις διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά και στην κλινική πρακτική. Αν τα όνειρα αποτελούν σύμφωνα με τον Freud, την «βασιλική οδό» προς το ασυνείδητο, ενδεχομένως και η ενασχόληση του κάθε ατόμου με το διαδίκτυο, είτε αφορά σεπαιχνίδιαρόλων, σε πορνογραφικό υλικό, ήσε μέσα κοινωνικής δικτύωσηςνα αποτελεί ένα είδος «εικονικής βασιλικής οδού» για τις ασυνείδητες φαντασιώσεις του. Φαντασιώσεις δύναμης, κυριαρχίας, ναρκισσιστικής ικανοποίησης αλλά και φαντασιώσεις αφανισμού, εισβολής, διάχυσης του εαυτού.
Η υπερβολική χρήση του διαδικτύου εις βάρος μιας λειτουργικότητας στην καθημερινή ζωή ενδέχεται να λειτουργεί σαν ένα ψυχικό καταφύγιο που στοχεύει στην αντιμετώπιση της έντονης συναισθηματικής δυσφορίας και των τραυματικών εμπειριών. Ωστόσο, σύμφωνα με τους Schimmenti & Caretti (2010) υπάρχει μια διαφοροποίηση στη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας ως ένα προσωρινό καταφύγιο από την συναισθηματική ένταση και στη χρήση της ως περιέχον μιας αφόρητης συναισθηματικής κατάστασης μέσα στο οποίο τα συναισθήματα, οι μνήμες και μέρη του εαυτού βυθίζονται στη λήθη με την βοήθεια μηχανισμών άμυνας όπως η άρνηση, η αποσύνδεση ή η σχάση. Μια φαινομενικά παθολογική ενασχόληση με το διαδίκτυο και την εικονική πραγματικότητα μπορεί να είναι η έκφραση μιας νευρωτικής σύγκρουσης σε ένα κατά τα άλλα ψυχικά υγιές άτομο που έχει εντούτοις κάποιες δυσκολίες στην επεξεργασία συγκεκριμένων επίπονων ή στρεσογόνων γεγονότων. Ωστόσο, θα μπορούσε να αντανακλά και κάτι πιο παθολογικό, έχοντας σαν στόχο να προστατεύσει το άτομο από μια αφόρητη και συντριπτική ψυχική κατάσταση, απομακρύνοντάς την από την συνείδηση. Η απουσία της ικανότητας να αντέξει κανείς και να ρυθμίσει τα επίπονα συναισθήματα που σχετίζονται με μια τέτοια ψυχική κατάσταση είναι συχνά αποτέλεσμα μια βαθειάς αποτυχίας στις πρώιμες σχέσεις αντικειμένου, στον πρώιμο δεσμό με το βασικό πρόσωπο φροντίδας και στην έλλειψη αντανάκλασης των συναισθημάτων και αναγκών του. Σε αυτές τις περιπτώσεις, «η τεχνολογική εξάρτηση προστατεύει τον εαυτό από τον ίλιγγο του συναισθηματικού κενού και της ψυχικής αγωνίας» (σελ. 127).
Κάποια άτομα λοιπόν είναι περισσότερο πιθανό να αναπτύξουν μια αυξημένη και προβληματική χρήση του διαδικτύου και οι αρνητικές εμπειρίες στην πρώιμη ηλικία, όπως το τραύμα, η συναισθηματική και σωματική κακοποίηση, ή η παραμέληση μοιάζει να είναι και σε αυτή την περίπτωση ο βαθύτερος παράγοντας σύμφωνα και με πρόσφατη ερευνητική ανασκόπηση (Brand και συν., 2016). Πιο συγκεκριμένα, η έλλειψη ασφαλούς δεσμού με τα πρόσωπα φροντίδας στην πρώιμη ηλικία έχει συνδεθεί με διαταραχές σχετιζόμενες με το διαδίκτυο, συμπεριλαμβανομένου και της προβληματικής χρήσης πορνογραφικού υλικού ενώ από βιολογική άποψη ο μη ασφαλής δεσμός έχει βρεθεί πως σχετίζεται με χαμηλά επίπεδα οξυτοκίνης, που σχετίζονται με την ανάπτυξη διαταραχών εξάρτησης.
Επιπρόσθετα, τα ίδια τα χαρακτηριστικά του διαδικτύου όπως η έλλειψη ενός πλαισίου με χωροχρονικά και άλλου είδους όρια ενδέχεται να ενισχύσει μια ανεξέλεγκτη χρήση του, ένα «βύθισμα» σε έναν κόσμο ατομικό, μια ναρκισσιστική κατάσταση απόλυτης παντοδυναμίας στον οποίο οι νόμοι της αρχής της πραγματικότητας δεν έχουν καμία απολύτως ισχύ ή εφαρμογή. Πρόκειται για έναν κόσμο που το άτομο εύκολα νιώθει πως έχει τον απόλυτο έλεγχο, όπου μπορεί με ένα κλικ να καλύψει τις ανάγκες του, και όπου η τροφοδότης «οθόνη - μητέρα» είναι εκεί όποτε το άτομο την αποζητά ενώ μπορεί να εξαφανιστεί αυτοβούλως με το πάτημα ενός κουμπιού (Sabbadini, 2014). Πρόκειται για μια φαντασίωση παντοδυναμίας με στόχο να αποκρύψει τον ψυχικό πόνο, τον φόβο της απώλειας του άλλου, την αγωνιώδη απελπισία του κατακερματισμού, και την αίσθηση ενός υπαρξιακού κενού (Schimmenti &Caretti, 2010).
Σύμφωνα με την Lemma (2014) το να είναι κανείς μόνιμα συνδεδεμένος (online), όπως γίνεται συχνά στην περίπτωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, μοιάζει να είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης του άγχους αποχωρισμού. Παρακάμπτοντας την πραγματικότητα των γεωγραφικών ορίων υποβαθμίζεται ή αποφεύγεται τελείως η συναισθηματική εμπειρία του αποχωρισμού. Η πραγματικότητα, καθώς και η αναγκαιότητα της απόστασης και του αποχωρισμού, αντικαθίσταται από άμεση επικοινωνία και έτσι παρακάμπτεται η επίπονη ψυχική διεργασία που απαιτείται για να πενθήσει κανείς τον απόντα ή τον χαμένο άλλον. Από την άλλη οι αποστάσεις που κρατούνται μοιάζουν να είναι ασφαλείας. Με βάση πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα αυτοί που χρησιμοποιούν συχνά το Facebook, νιώθουν πιο συνδεδεμένοι αλλά ταυτόχρονα και πιο απομακρυσμένοι από τους άλλους εκφράζοντας μεγαλύτερη μοναξιά ή αίσθημα απαξίωσης από τους γύρω τους (Sheldon και συν., 2011). Συνδεδεμένοι αλλά απομακρυσμένοι, οικείοι σε έναν εικονικό αλλά όχι φυσικό χώρο, προστατευμένοι από την παρεμβατικότητα των άλλων και από τον κίνδυνο, λόγω τoυ ‘κοντά’, να μετατραπεί ο άλλος σε ένα διωκτικό αντικείμενο που εγκλωβίζει και πνίγει την ταυτότητα, σε μια ασφυκτική κοντινή σχέση. Και με αυτό τον τρόπο αποφεύγονται και η θλίψη του αποχωρισμού αλλά και το άγχος των διαπροσωπικών κοντινών σχέσεων.
O ψηφιακός κόσμος ταυτόχρονα με την άμεση συνδεσιμότητα προσφέρει και άμεση ικανοποίηση. Η εικονική αμεσότητα επιδρά στην ικανότητά μας για εγγύτητα και οικειότητα – συναισθηματική και σεξουαλική. Η έξαψη της ταχύτητας και της άμεσης διαθεσιμότητας αντικαθιστά τον πραγματικό άλλο ο οποίος δεν θα καταφέρει ποτέ να είναι απόλυτα διαθέσιμος αλλά και ελέγξιμος. Για παράδειγμα η εύκολη πρόσβαση σε πορνογραφικό υλικό και οι σεξουαλικοποιημένες εικόνες των μέσων οδηγούν ενδεχομένως στην παράκαμψη άλλης μιας επίπονης ψυχικής διεργασίας, αυτή της επιθυμίας, που μας φέρνει σε επαφή με συναισθήματα εξάρτησης και παθητικότητας και που αυτά αναστέλλονται καθώς ο άλλος γίνεται ένα αντικείμενο που δεν υπάρχει έξω από τον δικό μας έλεγχο (Lemma, 2014). Ή υπάρχει μόνο ως χρηστικό αντικείμενο προς κατανάλωση, που μπορεί κανείς να απολαύσει ελεύθερα και ανεμπόδιστα. Επομένως, όσοι χαρακτηρίζονται από παθολογική χρήση του διαδικτύου πρόκειται για άτομα που λόγω των πρώιμων τραυματικών βιωμάτων τους δεν έχουν καταφέρει να εσωτερικεύσουν μια σταθερή έννοια εαυτού αλλά και αντικειμένου με αποτέλεσμα να εντείνονται οι προβολές και να ενισχύονται οι μεταβιβαστικές αντιδράσεις. Η ανωνυμία αλλά κυρίως η απουσία βλεμματικής επαφής προσφέρει ευκαιρίες για μεγαλύτερη αυτοαποκάλυψη αλλά και διαστρεβλώσεις (Barak&Suler, 2008). Συχνά τα άτομα στο διαδίκτυο μοιράζονται προσωπικά πράγματα όπως μυστικά, και έχουν έντονες αντιδράσεις όπως ασυνήθιστη καλοσύνη, σκληρή κριτική, έντονο θυμό. Μέσα από την προβολή των επιθυμιών, των φαντασιών, και των φόβων, ο άλλος γίνεται μια επιθυμητή ή μια τρομαχτική φιγούρα, ανάλογα με τι του προβάλλεται κάθε φορά, αναζωπυρώνοντας παλιότερα σχήματα σχετίζεσθαι με πρώιμα αντικείμενα.
Για αυτό το λόγο άλλωστε κάποια άτομα χάνουν εύκολα τις αναστολές τους σε λεκτικό, συναισθηματικό ή σεξουαλικό επίπεδο, και είναι πιο επιρρεπή σε επιθετικές εκφράσεις ή δράσεις. Δημιουργούν μια ναρκισσιστική σχέση με το διαδίκτυο, χρησιμοποιώντας την οθόνη του υπολογιστή ως καθρέφτη του εαυτού τους και των επιθυμιών τους, και αναζητούν online λύσεις για όλες τους τις ανάγκες. Με αυτό τον τρόπο είναι σαν να σχετίζονται με έναν ιδανικό άλλο που τους κατανοεί απόλυτα. Έναν αληθινό φίλο που δεν θα απομακρυνθεί αν τον απογοητεύσουν με κάποιο λάθος τους και θα είναι για πάντα πιστός (Gibbs, 2007·Lemma, 2014). Κατ’επέκταση, επομένως, οι ψηφιακές αναπαραστάσεις των άλλων θεωρούνται φίλοι με τους οποίους μπορεί κανείς να εμπλακεί σε μια ατέρμονη συμβιωτική σχέση. Εάν αυτό δεν συμβεί, ή αν για κάποιο λόγο η μαγεία διακοπεί απότομα, τότε μπορεί να απελευθερωθεί ένας ανεξέλεγκτος θυμός. Σαν το άτομο, ανάλογα με την περίσταση, να νιώθει πως τον εγκατέλειψε ένας καλός φίλος, πως τον ακύρωσε ένας γονιός, ή πως τον πρόδωσε έναν σύντροφος (Longo, 2016).
Μελετώντας όμως την χρήση διαδικτύου από μια οπτική που εστιάζει στην ψυχοπαθολογία παραβλέπουμε άλλες πλευρές που ενδέχεται να συμβάλουν σε μια ευρεία αντίληψη των ψυχολογικών και ψυχοκοινωνικών διαστάσεων ενός καθημερινού φαινομένου. Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότεροι αναλυτές προσεγγίζουν το διαδίκτυο με βάση την έννοια του «μεταβατικού χώρου» του Winnicott (1971) με τον ίδιο τρόπο που το παιχνίδι προσφέρει στα παιδιά την ύπαρξη ενός μεταβατικού χώρου ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία. Ένα χώρο δημιουργικότητας και προσωπικής ανάπτυξης ανάμεσα στον εαυτό και τον άλλο όπου μπορεί να αφεθεί να παίξει κανείς με τις ιδέες, τις σχέσεις, την προσωπική ταυτότητα. Καθώς τα άτομα δεν δεσμεύονται από τα όρια του σώματός τους, μπορούν στο διαδίκτυο να αλληλεπιδρούν με τρόπους που δεν είναι διαθέσιμοι στην πραγματική ζωή, όπως το να βιώνουν την αλληλεπίδραση με τους άλλους αλλάζοντας φύλο, φυλή, ηλικία και άλλα καλύπτοντας πολλαπλές συνειδητές και ασυνείδητες ανάγκες (Gabbard, 2014). Έτσι ο κυβερνοχώρος προσφέρει έναν πιο ασφαλή χώρο για παιχνίδι και πειραματισμό στην ανάπτυξη σχέσεων συγκριτικά με τον πραγματικό κόσμο, έναν χώρο για ψυχολογική ανάπτυξη και ‘απελευθέρωση’, όπου οι εμπειρίες είναι ταυτόχρονα αληθινές και μη αληθινές, εμπειρίες που βιώνονται χωρίς να συνθλίβουν. Όταν τα άτομα διαφοροποιούν τις πράξεις τους από τον πραγματικό κόσμο και την αληθινή τους ταυτότητα, νιώθουν και λιγότερο αγχωμένοι ή ευάλωτοι όταν αποκαλύπτουν πλευρές του εαυτού τους. Το να δρουν αόρατα πίσω από την οθόνη του υπολογιστή τους επιτρέπει να δοκιμάζουν πράγματα ή συμπεριφορές για τον εαυτό τους που σε διαφορετική περίπτωση δεν θα δοκίμαζαν.
Στην οθόνη του υπολογιστή μπορούμε να γίνουμε κάποιος άλλος, διαφορετικός από αυτόν που είμαστε. Στην πραγματικότητα, μπορεί και να αναζητάμε τον εαυτό μας, καθώς δοκιμάζουμε διαφορετικές ταυτότητες για να επικοινωνήσουμε με τους άλλους. Για κάποιους θεωρητικούς πρόκειται για έναν βοηθητικό πειραματισμό για νέες ταυτότητες που μπορεί να χρησιμοποιηθεί θεραπευτικά (Barak & Suler 2008· Gabbard, 2014· Lemma, 2014). Ισχυρίζονται πως το διαδίκτυο μπορεί να αποτελέσει μια θετική εμπειρία ανάπτυξης για τους έφηβους στην προσπάθειά τους να εντάξουν σε ένα ενιαίο εαυτό το σεξουαλικό σώμα που ωριμάζει, δημιουργώντας μια ασφαλή εικόνα σώματος (Lemma, 2010), αναζητώντας αντικείμενα για ταύτιση ή ενισχύοντας και διευκολύνοντας την ικανότητά τους να σχηματίζουν φιλίες (Chung&Colarusso, 2012). Ένας πειραματισμός που είναι σχετικά απαλλαγμένος από συνέπειες διευκολύνει την ανάπτυξη ενός πυρήνα εαυτού, μια προσωπικής αίσθησης νοηματοδότησης στη ζωή, αυτό που σύμφωνα με τον Erikson αποκαλούμε “ταυτότητα.” Προφανώς η ύπαρξη ενός μεταβατικού χώρου σηματοδοτεί την προσπάθεια να συναντήσει κανείς ένα αντικείμενο, κάτι που προϋποθέτει την αναγνώρισή του ως κάτι ξεχωριστό από τον εαυτό. Πρόκειται για μια κίνηση που αντιπροσωπεύει την απώλεια, αλλά ταυτόχρονα την επιθυμία και την ανάγκη για τον άλλον. Μια ενδιάμεση ζώνη ανάμεσα στον εαυτό και τον άλλο στην οποία συμμετέχουμε αλλά είμαστε ταυτόχρονα ξεχωριστοί.
Επομένως είναι σημαντικό να μπορούμε σαν θεραπευτές να διαχωρίσουμε το σκοπό που χρησιμοποιείται – αν πρόκειται δηλαδή για αμυντικούς σκοπούς ή για να καλύψει ναρκισσιστικά ελλείμματα. Αν το άτομο το χρησιμοποιεί για να προστατευτεί προσωρινά από συνθήκες έντονου στρες ή αν η χρήση έχει σαν στόχο να αποβάλλει από την συνείδηση επίπονες και κατακλυσμιαίες συναισθηματικές καταστάσεις. Αν χρησιμοποιείται με έναν τρόπο δημιουργικό για να εξερευνήσει κανείς λανθάνουσες πτυχές του εαυτού του ή πτυχές για τις οποίες νιώθει ντροπή. Κάποιες φορές αυτό ενδέχεται να προάγει μια ψυχολογική ωρίμανση όπως στην περίπτωση των εφήβων. Κάποιες άλλες όμως μπορεί να προάγει την έκφραση διαστροφών και την εγκληματικότητα, όπως στην περίπτωση της παιδικής πορνογραφίας.
Ως ψυχοθεραπευτές είναι σημαντικό να δούμε πέρα από μια σχάση της ψηφιακής εποχής ως κάτι δυνητικά επιβλαβές ή ευεργετικό και να εστιάσουμε σε μια παράδοξη ίσως αλήθεια: το ότι ο ψηφιακός χώρος είναι ταυτόχρονα κάτι νέο αλλά και κάτι παλιό, καθώς μας παρέχει νέους τρόπους για να συνεχίζουμε να είμαστε ο εαυτός μας. Οι ηλεκτρονικοί εαυτοί μας συνεχίζουν να αντηχούν την συναισθηματική πολυπλοκότητητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Βιβλιογραφία
Barak, A. &Suler, J (2008).Reflections on the psychology and social science of cyberspace. In A. Barak (ed). Psychological Aspects of Cyberspace: Theory, Research, and Applications. Cambridge University Press: New York.
Brand, M., Young, K. S., Laier, C., Wölfling, K., Potenza, M. N. (2016b). Integrating psychological and neurobiological considerations regarding the development and maintenance of specific Internet-use disorders: an Interaction of Person-Affect-Cognition-Execution (I-PACE) model. Neuroscience &Biobehavioral Reviews 71, 252–266.
Chung, S. J. &Colarusso, C. (2012).The use of the computer and the Internet in child psychoanalysis. Psychoanalytic Study of the Child, 66:197-223.
Gabbard, G. (2014). Cyberpassion: E-rotic transference and the internet. In A. Lemma & L. Caparrotta (eds.) Psychoanalysis in the Technoculture Era.Hove, East Sussex: Routledge.
Gibbs, P. L. (2007). Reality in cyberspace: Analysands' use of the internet and ordinary everyday psychosis. The Psychoanalytic Review, 94(1), 11-38.
Lemma, A. (2011). An order of pure decision: growing up in a virtual world and the adolescent’s experience of the body. Journal of American Psychoanalytic Association, 58 (4):691-714.
Lemma, A. (2014). Psychoanalysis in times of technoculture: Some reflections on the fate of the body in virtual space. In Lemma, A. &Caparrotta, L. (Eds.) Psychoanalysis in the Technoculture Era. London: Routledge
Longo, M. (2016).Exploring the subtle mental boundary between the real and the virtual. In A. Marzi (ed.) Psychoanalysis, Identity and the Internet: Explorations into Cyberspace. London: Karnac Books Ltd.
Sabbadini, A. (2014). New technologies and the psychoanalytic setting.In Lemma, A. &Caparrotta, L. (Eds.) Psychoanalysis in the Technoculture Era. London: Routledge
Schimmenti, A., &Caretti, V. (2010).Psychic Retreats or Psychic Pits?Unbearable States of Mind and Technological Addiction. Psychoanalytic Psychology, 27(2): 115-132.
Sheldon, K. M., Abad, N., &Hinsch, C. (2011). A two-process view of Facebook use and relatedness need-satisfaction: Disconnection drives use, and connection rewards it. JournalofPersonalityAndSocialPsychology, 100, 766-775.
"Virtual world, real emotions: Relationships in Second Life". CNN iReport. December 15, 2008.
Winnicott, D.W. (1971). Playing and Reality. London: Tavistock
Κάποια άτομα λοιπόν είναι περισσότερο πιθανό να αναπτύξουν μια αυξημένη και προβληματική χρήση του διαδικτύου και οι αρνητικές εμπειρίες στην πρώιμη ηλικία, όπως το τραύμα, η συναισθηματική και σωματική κακοποίηση, ή η παραμέληση μοιάζει να είναι και σε αυτή την περίπτωση ο βαθύτερος παράγοντας σύμφωνα και με πρόσφατη ερευνητική ανασκόπηση (Brand και συν., 2016). Πιο συγκεκριμένα, η έλλειψη ασφαλούς δεσμού με τα πρόσωπα φροντίδας στην πρώιμη ηλικία έχει συνδεθεί με διαταραχές σχετιζόμενες με το διαδίκτυο, συμπεριλαμβανομένου και της προβληματικής χρήσης πορνογραφικού υλικού ενώ από βιολογική άποψη ο μη ασφαλής δεσμός έχει βρεθεί πως σχετίζεται με χαμηλά επίπεδα οξυτοκίνης, που σχετίζονται με την ανάπτυξη διαταραχών εξάρτησης.
Επιπρόσθετα, τα ίδια τα χαρακτηριστικά του διαδικτύου όπως η έλλειψη ενός πλαισίου με χωροχρονικά και άλλου είδους όρια ενδέχεται να ενισχύσει μια ανεξέλεγκτη χρήση του, ένα «βύθισμα» σε έναν κόσμο ατομικό, μια ναρκισσιστική κατάσταση απόλυτης παντοδυναμίας στον οποίο οι νόμοι της αρχής της πραγματικότητας δεν έχουν καμία απολύτως ισχύ ή εφαρμογή. Πρόκειται για έναν κόσμο που το άτομο εύκολα νιώθει πως έχει τον απόλυτο έλεγχο, όπου μπορεί με ένα κλικ να καλύψει τις ανάγκες του, και όπου η τροφοδότης «οθόνη - μητέρα» είναι εκεί όποτε το άτομο την αποζητά ενώ μπορεί να εξαφανιστεί αυτοβούλως με το πάτημα ενός κουμπιού (Sabbadini, 2014). Πρόκειται για μια φαντασίωση παντοδυναμίας με στόχο να αποκρύψει τον ψυχικό πόνο, τον φόβο της απώλειας του άλλου, την αγωνιώδη απελπισία του κατακερματισμού, και την αίσθηση ενός υπαρξιακού κενού (Schimmenti &Caretti, 2010).
Σύμφωνα με την Lemma (2014) το να είναι κανείς μόνιμα συνδεδεμένος (online), όπως γίνεται συχνά στην περίπτωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, μοιάζει να είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης του άγχους αποχωρισμού. Παρακάμπτοντας την πραγματικότητα των γεωγραφικών ορίων υποβαθμίζεται ή αποφεύγεται τελείως η συναισθηματική εμπειρία του αποχωρισμού. Η πραγματικότητα, καθώς και η αναγκαιότητα της απόστασης και του αποχωρισμού, αντικαθίσταται από άμεση επικοινωνία και έτσι παρακάμπτεται η επίπονη ψυχική διεργασία που απαιτείται για να πενθήσει κανείς τον απόντα ή τον χαμένο άλλον. Από την άλλη οι αποστάσεις που κρατούνται μοιάζουν να είναι ασφαλείας. Με βάση πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα αυτοί που χρησιμοποιούν συχνά το Facebook, νιώθουν πιο συνδεδεμένοι αλλά ταυτόχρονα και πιο απομακρυσμένοι από τους άλλους εκφράζοντας μεγαλύτερη μοναξιά ή αίσθημα απαξίωσης από τους γύρω τους (Sheldon και συν., 2011). Συνδεδεμένοι αλλά απομακρυσμένοι, οικείοι σε έναν εικονικό αλλά όχι φυσικό χώρο, προστατευμένοι από την παρεμβατικότητα των άλλων και από τον κίνδυνο, λόγω τoυ ‘κοντά’, να μετατραπεί ο άλλος σε ένα διωκτικό αντικείμενο που εγκλωβίζει και πνίγει την ταυτότητα, σε μια ασφυκτική κοντινή σχέση. Και με αυτό τον τρόπο αποφεύγονται και η θλίψη του αποχωρισμού αλλά και το άγχος των διαπροσωπικών κοντινών σχέσεων.
O ψηφιακός κόσμος ταυτόχρονα με την άμεση συνδεσιμότητα προσφέρει και άμεση ικανοποίηση. Η εικονική αμεσότητα επιδρά στην ικανότητά μας για εγγύτητα και οικειότητα – συναισθηματική και σεξουαλική. Η έξαψη της ταχύτητας και της άμεσης διαθεσιμότητας αντικαθιστά τον πραγματικό άλλο ο οποίος δεν θα καταφέρει ποτέ να είναι απόλυτα διαθέσιμος αλλά και ελέγξιμος. Για παράδειγμα η εύκολη πρόσβαση σε πορνογραφικό υλικό και οι σεξουαλικοποιημένες εικόνες των μέσων οδηγούν ενδεχομένως στην παράκαμψη άλλης μιας επίπονης ψυχικής διεργασίας, αυτή της επιθυμίας, που μας φέρνει σε επαφή με συναισθήματα εξάρτησης και παθητικότητας και που αυτά αναστέλλονται καθώς ο άλλος γίνεται ένα αντικείμενο που δεν υπάρχει έξω από τον δικό μας έλεγχο (Lemma, 2014). Ή υπάρχει μόνο ως χρηστικό αντικείμενο προς κατανάλωση, που μπορεί κανείς να απολαύσει ελεύθερα και ανεμπόδιστα. Επομένως, όσοι χαρακτηρίζονται από παθολογική χρήση του διαδικτύου πρόκειται για άτομα που λόγω των πρώιμων τραυματικών βιωμάτων τους δεν έχουν καταφέρει να εσωτερικεύσουν μια σταθερή έννοια εαυτού αλλά και αντικειμένου με αποτέλεσμα να εντείνονται οι προβολές και να ενισχύονται οι μεταβιβαστικές αντιδράσεις. Η ανωνυμία αλλά κυρίως η απουσία βλεμματικής επαφής προσφέρει ευκαιρίες για μεγαλύτερη αυτοαποκάλυψη αλλά και διαστρεβλώσεις (Barak&Suler, 2008). Συχνά τα άτομα στο διαδίκτυο μοιράζονται προσωπικά πράγματα όπως μυστικά, και έχουν έντονες αντιδράσεις όπως ασυνήθιστη καλοσύνη, σκληρή κριτική, έντονο θυμό. Μέσα από την προβολή των επιθυμιών, των φαντασιών, και των φόβων, ο άλλος γίνεται μια επιθυμητή ή μια τρομαχτική φιγούρα, ανάλογα με τι του προβάλλεται κάθε φορά, αναζωπυρώνοντας παλιότερα σχήματα σχετίζεσθαι με πρώιμα αντικείμενα.
Για αυτό το λόγο άλλωστε κάποια άτομα χάνουν εύκολα τις αναστολές τους σε λεκτικό, συναισθηματικό ή σεξουαλικό επίπεδο, και είναι πιο επιρρεπή σε επιθετικές εκφράσεις ή δράσεις. Δημιουργούν μια ναρκισσιστική σχέση με το διαδίκτυο, χρησιμοποιώντας την οθόνη του υπολογιστή ως καθρέφτη του εαυτού τους και των επιθυμιών τους, και αναζητούν online λύσεις για όλες τους τις ανάγκες. Με αυτό τον τρόπο είναι σαν να σχετίζονται με έναν ιδανικό άλλο που τους κατανοεί απόλυτα. Έναν αληθινό φίλο που δεν θα απομακρυνθεί αν τον απογοητεύσουν με κάποιο λάθος τους και θα είναι για πάντα πιστός (Gibbs, 2007·Lemma, 2014). Κατ’επέκταση, επομένως, οι ψηφιακές αναπαραστάσεις των άλλων θεωρούνται φίλοι με τους οποίους μπορεί κανείς να εμπλακεί σε μια ατέρμονη συμβιωτική σχέση. Εάν αυτό δεν συμβεί, ή αν για κάποιο λόγο η μαγεία διακοπεί απότομα, τότε μπορεί να απελευθερωθεί ένας ανεξέλεγκτος θυμός. Σαν το άτομο, ανάλογα με την περίσταση, να νιώθει πως τον εγκατέλειψε ένας καλός φίλος, πως τον ακύρωσε ένας γονιός, ή πως τον πρόδωσε έναν σύντροφος (Longo, 2016).
Μελετώντας όμως την χρήση διαδικτύου από μια οπτική που εστιάζει στην ψυχοπαθολογία παραβλέπουμε άλλες πλευρές που ενδέχεται να συμβάλουν σε μια ευρεία αντίληψη των ψυχολογικών και ψυχοκοινωνικών διαστάσεων ενός καθημερινού φαινομένου. Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότεροι αναλυτές προσεγγίζουν το διαδίκτυο με βάση την έννοια του «μεταβατικού χώρου» του Winnicott (1971) με τον ίδιο τρόπο που το παιχνίδι προσφέρει στα παιδιά την ύπαρξη ενός μεταβατικού χώρου ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία. Ένα χώρο δημιουργικότητας και προσωπικής ανάπτυξης ανάμεσα στον εαυτό και τον άλλο όπου μπορεί να αφεθεί να παίξει κανείς με τις ιδέες, τις σχέσεις, την προσωπική ταυτότητα. Καθώς τα άτομα δεν δεσμεύονται από τα όρια του σώματός τους, μπορούν στο διαδίκτυο να αλληλεπιδρούν με τρόπους που δεν είναι διαθέσιμοι στην πραγματική ζωή, όπως το να βιώνουν την αλληλεπίδραση με τους άλλους αλλάζοντας φύλο, φυλή, ηλικία και άλλα καλύπτοντας πολλαπλές συνειδητές και ασυνείδητες ανάγκες (Gabbard, 2014). Έτσι ο κυβερνοχώρος προσφέρει έναν πιο ασφαλή χώρο για παιχνίδι και πειραματισμό στην ανάπτυξη σχέσεων συγκριτικά με τον πραγματικό κόσμο, έναν χώρο για ψυχολογική ανάπτυξη και ‘απελευθέρωση’, όπου οι εμπειρίες είναι ταυτόχρονα αληθινές και μη αληθινές, εμπειρίες που βιώνονται χωρίς να συνθλίβουν. Όταν τα άτομα διαφοροποιούν τις πράξεις τους από τον πραγματικό κόσμο και την αληθινή τους ταυτότητα, νιώθουν και λιγότερο αγχωμένοι ή ευάλωτοι όταν αποκαλύπτουν πλευρές του εαυτού τους. Το να δρουν αόρατα πίσω από την οθόνη του υπολογιστή τους επιτρέπει να δοκιμάζουν πράγματα ή συμπεριφορές για τον εαυτό τους που σε διαφορετική περίπτωση δεν θα δοκίμαζαν.
Στην οθόνη του υπολογιστή μπορούμε να γίνουμε κάποιος άλλος, διαφορετικός από αυτόν που είμαστε. Στην πραγματικότητα, μπορεί και να αναζητάμε τον εαυτό μας, καθώς δοκιμάζουμε διαφορετικές ταυτότητες για να επικοινωνήσουμε με τους άλλους. Για κάποιους θεωρητικούς πρόκειται για έναν βοηθητικό πειραματισμό για νέες ταυτότητες που μπορεί να χρησιμοποιηθεί θεραπευτικά (Barak & Suler 2008· Gabbard, 2014· Lemma, 2014). Ισχυρίζονται πως το διαδίκτυο μπορεί να αποτελέσει μια θετική εμπειρία ανάπτυξης για τους έφηβους στην προσπάθειά τους να εντάξουν σε ένα ενιαίο εαυτό το σεξουαλικό σώμα που ωριμάζει, δημιουργώντας μια ασφαλή εικόνα σώματος (Lemma, 2010), αναζητώντας αντικείμενα για ταύτιση ή ενισχύοντας και διευκολύνοντας την ικανότητά τους να σχηματίζουν φιλίες (Chung&Colarusso, 2012). Ένας πειραματισμός που είναι σχετικά απαλλαγμένος από συνέπειες διευκολύνει την ανάπτυξη ενός πυρήνα εαυτού, μια προσωπικής αίσθησης νοηματοδότησης στη ζωή, αυτό που σύμφωνα με τον Erikson αποκαλούμε “ταυτότητα.” Προφανώς η ύπαρξη ενός μεταβατικού χώρου σηματοδοτεί την προσπάθεια να συναντήσει κανείς ένα αντικείμενο, κάτι που προϋποθέτει την αναγνώρισή του ως κάτι ξεχωριστό από τον εαυτό. Πρόκειται για μια κίνηση που αντιπροσωπεύει την απώλεια, αλλά ταυτόχρονα την επιθυμία και την ανάγκη για τον άλλον. Μια ενδιάμεση ζώνη ανάμεσα στον εαυτό και τον άλλο στην οποία συμμετέχουμε αλλά είμαστε ταυτόχρονα ξεχωριστοί.
Επομένως είναι σημαντικό να μπορούμε σαν θεραπευτές να διαχωρίσουμε το σκοπό που χρησιμοποιείται – αν πρόκειται δηλαδή για αμυντικούς σκοπούς ή για να καλύψει ναρκισσιστικά ελλείμματα. Αν το άτομο το χρησιμοποιεί για να προστατευτεί προσωρινά από συνθήκες έντονου στρες ή αν η χρήση έχει σαν στόχο να αποβάλλει από την συνείδηση επίπονες και κατακλυσμιαίες συναισθηματικές καταστάσεις. Αν χρησιμοποιείται με έναν τρόπο δημιουργικό για να εξερευνήσει κανείς λανθάνουσες πτυχές του εαυτού του ή πτυχές για τις οποίες νιώθει ντροπή. Κάποιες φορές αυτό ενδέχεται να προάγει μια ψυχολογική ωρίμανση όπως στην περίπτωση των εφήβων. Κάποιες άλλες όμως μπορεί να προάγει την έκφραση διαστροφών και την εγκληματικότητα, όπως στην περίπτωση της παιδικής πορνογραφίας.
Ως ψυχοθεραπευτές είναι σημαντικό να δούμε πέρα από μια σχάση της ψηφιακής εποχής ως κάτι δυνητικά επιβλαβές ή ευεργετικό και να εστιάσουμε σε μια παράδοξη ίσως αλήθεια: το ότι ο ψηφιακός χώρος είναι ταυτόχρονα κάτι νέο αλλά και κάτι παλιό, καθώς μας παρέχει νέους τρόπους για να συνεχίζουμε να είμαστε ο εαυτός μας. Οι ηλεκτρονικοί εαυτοί μας συνεχίζουν να αντηχούν την συναισθηματική πολυπλοκότητητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Βιβλιογραφία
Barak, A. &Suler, J (2008).Reflections on the psychology and social science of cyberspace. In A. Barak (ed). Psychological Aspects of Cyberspace: Theory, Research, and Applications. Cambridge University Press: New York.
Brand, M., Young, K. S., Laier, C., Wölfling, K., Potenza, M. N. (2016b). Integrating psychological and neurobiological considerations regarding the development and maintenance of specific Internet-use disorders: an Interaction of Person-Affect-Cognition-Execution (I-PACE) model. Neuroscience &Biobehavioral Reviews 71, 252–266.
Chung, S. J. &Colarusso, C. (2012).The use of the computer and the Internet in child psychoanalysis. Psychoanalytic Study of the Child, 66:197-223.
Gabbard, G. (2014). Cyberpassion: E-rotic transference and the internet. In A. Lemma & L. Caparrotta (eds.) Psychoanalysis in the Technoculture Era.Hove, East Sussex: Routledge.
Gibbs, P. L. (2007). Reality in cyberspace: Analysands' use of the internet and ordinary everyday psychosis. The Psychoanalytic Review, 94(1), 11-38.
Lemma, A. (2011). An order of pure decision: growing up in a virtual world and the adolescent’s experience of the body. Journal of American Psychoanalytic Association, 58 (4):691-714.
Lemma, A. (2014). Psychoanalysis in times of technoculture: Some reflections on the fate of the body in virtual space. In Lemma, A. &Caparrotta, L. (Eds.) Psychoanalysis in the Technoculture Era. London: Routledge
Longo, M. (2016).Exploring the subtle mental boundary between the real and the virtual. In A. Marzi (ed.) Psychoanalysis, Identity and the Internet: Explorations into Cyberspace. London: Karnac Books Ltd.
Sabbadini, A. (2014). New technologies and the psychoanalytic setting.In Lemma, A. &Caparrotta, L. (Eds.) Psychoanalysis in the Technoculture Era. London: Routledge
Schimmenti, A., &Caretti, V. (2010).Psychic Retreats or Psychic Pits?Unbearable States of Mind and Technological Addiction. Psychoanalytic Psychology, 27(2): 115-132.
Sheldon, K. M., Abad, N., &Hinsch, C. (2011). A two-process view of Facebook use and relatedness need-satisfaction: Disconnection drives use, and connection rewards it. JournalofPersonalityAndSocialPsychology, 100, 766-775.
"Virtual world, real emotions: Relationships in Second Life". CNN iReport. December 15, 2008.
Winnicott, D.W. (1971). Playing and Reality. London: Tavistock