από τη Μάγδα Χατζηδημήτρη
Μια θεραπευόμενη στη μέση της εγκυμοσύνης της αρχίζει να ανησυχεί για τον θηλασμό. Θα καταφέρει να θηλάσει; Και αν ναι, μέχρι πότε; Τι θα γίνει με το σώμα της; Θα μπορέσει να επιστρέψει στη δουλειά της χωρίς ενοχή; Μια άλλη, λεχώνα από δεύτερη γέννα, εμφανίζεται στο πρώτο ραντεβού με το μωρό της το οποίο και θηλάζει στη συνεδρία. Αγωνιά για το πρώτο της παιδί το οποίο θηλάζει ακόμα, τουτέστιν θηλάζει δύο παιδιά,νεογέννητο και νήπιο ταυτόχρονα. Είναι εξουθενωμένη, σωματικά και ψυχολογικά, εντούτοις διστάζει να αποθηλάσει το νήπιο. Μια τρίτη αναρωτιέται χρόνια μετά τις εγκυμοσύνες για την απόφαση της να μη θηλάσει τα παιδιά της. Τι καθορίζει τις αποφάσεις μιας γυναίκας για τον θηλασμό; Πώς βιώνει την εμπειρία, ποιες είναι οι σκέψεις, τα συναισθήματα της; Τι μπορεί να της συμβαίνει συνειδητά και ασυνείδητα και ποια η σημασία;
Μια θεραπευόμενη στη μέση της εγκυμοσύνης της αρχίζει να ανησυχεί για τον θηλασμό. Θα καταφέρει να θηλάσει; Και αν ναι, μέχρι πότε; Τι θα γίνει με το σώμα της; Θα μπορέσει να επιστρέψει στη δουλειά της χωρίς ενοχή; Μια άλλη, λεχώνα από δεύτερη γέννα, εμφανίζεται στο πρώτο ραντεβού με το μωρό της το οποίο και θηλάζει στη συνεδρία. Αγωνιά για το πρώτο της παιδί το οποίο θηλάζει ακόμα, τουτέστιν θηλάζει δύο παιδιά,νεογέννητο και νήπιο ταυτόχρονα. Είναι εξουθενωμένη, σωματικά και ψυχολογικά, εντούτοις διστάζει να αποθηλάσει το νήπιο. Μια τρίτη αναρωτιέται χρόνια μετά τις εγκυμοσύνες για την απόφαση της να μη θηλάσει τα παιδιά της. Τι καθορίζει τις αποφάσεις μιας γυναίκας για τον θηλασμό; Πώς βιώνει την εμπειρία, ποιες είναι οι σκέψεις, τα συναισθήματα της; Τι μπορεί να της συμβαίνει συνειδητά και ασυνείδητα και ποια η σημασία;
Ο θηλασμός έχει συνδεθεί με την αναβίωση των συναισθημάτων και φαντασιώσεων της βρεφικής ηλικίας της ίδιας της μητέρας, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τη σχέση της με τη δική της μητέρα κατά τη διάρκεια του στοματικού σταδίου. Μια καλή εμπειρία στο στήθος της δικής της μητέρας συνήθως διασφαλίζει μια αντίστοιχη εμπειρία με το δικό της μωρό. Η Merell Middlemore (1941) η οποία ήταν γυναικολόγος και ψυχαναλύτρια συνδέει τα άγχη που βιώνει μια γυναίκα για τον θηλασμό του μωρού της με τις δικές της θηλαστικές κινήσεις ως βρέφος που αποτελούν τη βάση των ασυνείδητων πρώιμων καταστροφικών της ενορμήσεων. Η Marie Langer (1945) ακολουθεί την κλαϊνική σκέψη για τις στοματικές καθηλώσεις της νέας μητέρας οι οποίες την εμποδίζουν να ενστερνιστεί τον μητρικό της ρόλο. Κάποιοι παράγοντες οι οποίοι μπορεί να αποτρέψουν μια γυναίκα να θηλάσει συμπεριλαμβάνουν έλλειψη αυτοπεποίθησης για τις ικανότητες της να τα καταφέρει, καθυστέρηση στην πρώτη επαφή με το μωρό, κατάθλιψη, μη ενθάρρυνση από το περιβάλλον, ελλιπής πληροφόρηση, ή αρνητική στάση του συντρόφου της, την οποία ενδέχεται ούτε ο ίδιος να μπορεί να αναγνωρίσει.
Η πίεση που ασκεί η μία γυναίκα σε μια άλλη η οποία βρίσκεται στην ίδια φάση με την ίδια (peer pressure) παίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο στην εμπειρία της νέας μητέρας. Υπάρχουν γυναίκες οι οποίες αισθάνονται υποχρεωμένες να δικαιολογήσουν την απόφαση τους να μην θηλάσουν το παιδί τους ακόμα και σε γυναίκες που συναντούν στο πάρκο της γειτονιάς. Στον αντίποδα, γυναίκες που δεν έχουν θηλάσει τα δικά τους παιδιά, ή τα έχουν θηλάσει πολύ λίγο, προβάλλουν το δικό τους βίωμα σε αυτές που θηλάζουν οι οποίες χρειάζεται να απολογηθούν για την απόφαση τους να θηλάσουν και μέχρι πόσο. Πολλές φορές είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς ότι το συγκεκριμένο ζήτημα πέραν της οικουμενικότητας του, αποτελεί μια άκρως προσωπική υπόθεση. Για παράδειγμα, μπορεί να είναι προτιμότερο μια γυναίκα να μην θηλάσει γιατί αυτό ενδεχομένως να την αποσταθεροποιούσε (λόγω των κακών εμπειριών που ίσως είχε η ίδια ως μωρό) και να της στερούσε την ευκαιρία να συνδεθεί με το μωρό της με έναν πιο υγιή τρόπο. Ή μία άλλη μητέρα παρόλο που αντιτίθεται σθεναρά στον θηλασμό στο βάθος να το επιθυμεί αλλά να μην το επιχειρεί γιατί κάτι την φοβίζει.
Κατά τη Friedman (1996) τόσο η ποσότητα όσο και η ποιότητα του γάλακτος αποτελούν στοιχεία γυναικείου ανταγωνισμού. Για αυτό ενδεχομένως παρατηρεί κανείς γυναίκες που ανακοινώνουν όλο χαρά την αύξηση βάρους του μωρού που θηλάζει αποκλειστικά ή περιγράφουν με καμάρι το κιτρινωπό χρώμα των κοπράνων του που είναι «ανώτερο» του καφέ χρώματος που παρατηρείται στα παιδιά που τρέφονται με ξένο γάλα. Είναι σαν να λένε «όλο αυτό έγινε χάρη σε εμένα!». Το ξένο γάλα ενδέχεται να το φαντασιώνονται ως «δηλητηριώδες». Ή μπορεί να γεμίζουν την κατάψυξη με γάλα που έχουν αντλήσει από το στήθος τους το οποίο μπορεί να ξεπερνά τις ανάγκες για τροφή του μωρού κατά την απουσία τους. Αυτό βέβαια κατά τη Friedman (1996) μπορεί να είναι μια άμυνα υπερκάλυψης μιας δικής τους στερητικής παιδικής εμπειρίας πίσω από την οποία να βρίσκεται η αδυναμία να είναι παρούσες με το παιδί το οποίο δεν χρειάζεται μόνο γάλα, αλλά και παρουσία, χάδια, επικοινωνία και σωματική επαφή. Την ίδια στιγμή, φαντασιώσεις μειονεξίας μπορεί να κατακλύζουν τις θηλάζουσες μητέρες οι οποίες φοβούνται ότι τα μωρά δεν λαμβάνουν το επιθυμητό βάρος συγκρίνοντας το «αραιό» τους γάλα με την πλούσια υφή του ξένου γάλακτος.
Η σωματική αίσθηση από την εμπειρία του θηλασμού διαφέρει από γυναίκα σε γυναίκα. Για κάποιες η εμπειρία περιγράφεται ως πολύ χαλαρωτική, απολαυστική σε σημείο που τη συγκρίνουν με τον οργασμό. Κάποιες άλλες βιώνουν σωματικό πόνο, σπασμούς στη μήτρα, προβλήματα με τις θηλές, μαστίτιδα και άλλα. Συναισθήματα υπερηφάνειας και συστολής εναλλάσσονται ή συνυπάρχουν. Το μεγάλο στήθος, οι λεκέδες, τα επιθέματα μπορεί να αποτελούν σημάδια θριάμβου ή ντροπής. Ενδεχομένως πίσω από την επιμονή μιας γυναίκας να θηλάζει σε δημόσιο χώρο να βρίσκεται μια κρυφή ανάγκη επιδειξιομανίας. Η ίδια τάση ωστόσο μπορεί να υπάρχει συγκεκαλυμμένη και στη γυναίκα η οποία κουκουλώνεται ψυχαναγκαστικά φοβούμενη μην τη δει κανείς.
Το πόσο καιρό αποφασίζει να θηλάσει μια γυναίκα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Όλες οι ιατρικές έρευνες συγκλίνουν στο γεγονός ότι ο θηλασμός είναι ένας ολοκληρωμένος τρόπος διατροφής με πολλαπλά οφέλη. Ο παγκόσμιος οργανισμός υγείας συστήνει 6 μήνες αποκλειστικού θηλασμού με συνέχιση του παράλληλα με άλλες τροφές μέχρι τα δύο χρόνια. Άλλα τόσα έχουν γραφτεί και ειπωθεί για τα ψυχολογικά πλεονεκτήματα που αποφέρει στη σχέση παιδιού- μητέρας. Αυτός είναι και ο λόγος που τα τελευταία χρόνια έχουν πληθύνει οι ενώσεις που προωθούν τον μητρικό θηλασμό με επιτυχία. Ωστόσο και άλλες συνειδητές ή ασυνείδητες παράμετροι μπορεί τελικά να επηρεάζουν την απόφαση που παίρνει μια γυναίκα για να θηλάσει το παιδί της 40 μέρες ή τέσσερα χρόνια. Λόγοι που σχετίζονται με την εργασία, τη δική της υγεία ή αυτή του παιδιού, αλλά και την επιθυμία της να «ανακτήσει και πάλι το σώμα της» συνυπολογίζονται στην απόφαση που θα πάρει. Καμιά φορά η δυσκολία της ίδιας της μητέρας να αποχωριστεί το παιδί ή να εγκαταλείψει τη ναρκισσιστική παντοδυναμία, που επιφέρει η ξεχωριστή θέση που κατέχει στη ζωή του παιδιού λόγω του θηλασμού, να κρύβονται πίσω από μία παρατεταμένη διάρκεια της διαδικασίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις φαίνεται ότι η μητέρα ασυνείδητα δεν επιτρέπει στο παιδί της να την αποχωριστεί ή δεν δείχνει εμπιστοσύνη στην ικανότητα του να εγκαταλείψει και να αφήσει πίσω του κάτι.
Λέει χαρακτηριστικά ο Aldo Naouri (2008):
«Η τοξικά ναρκισσιστική παντοδυναμία της μητέρας …. θα εντείνεται όλο και περισσότερο αν αφεθεί να γίνει σταθμός ανεφοδιασμού για το δίχρονο ή τρίχρονο παιδί της, το οποίο θα σταματάει να πίνει μια γουλιά όπως σταματάμε σε ένα μπιστρό για να πιούμε στα γρήγορα ένα ποτήρι κρασί» (σ. 269).
Η Friedman (1996) εγείρει ακόμα ένα ενδιαφέρον ζήτημα. Θεωρεί ότι οι ψυχαναλυτές δεν αγγίζουν πολύ τα θέματα θηλασμού κατά τη διάρκεια της ψυχανάλυσης. Κατά την ίδια, αυτό συμβαίνει γιατί οι αναλυόμενοι «ξεχνούν» να τα φέρουν στην ανάλυση προσπερνώντας με αυτό τον τρόπο τη σκέψη γύρω από την ασυνείδητη αμφιθυμία που βιώνουν οι μητέρες για τα μωρά τους. Ίσως, συνεχίζει η συγγραφέας, αυτό να συνδέεται με το γεγονός ότι ασυνείδητα οι αναλυτές- γυναίκες και άντρες- δεν θέλουν να αποκαθηλώσουν το αρχέγονο ιερό του θηλασμού και όλες τις «άβολες» σκέψεις, αναμνήσεις και συναισθήματα που μπορεί να αναδύονται στο αναλυτικό ζεύγος. Είναι σημαντικό όλα αυτά τα θέματα να μπορούν να βρουν ένα δίαυλο έκφρασης είτε στο αναλυτικό δωμάτιο είτε γενικότερα στην κοινωνία. Μια μητέρα που θηλάζει και καμιά φορά βλέπει τηλεόραση δεν είναι μια κακή μητέρα. Σίγουρα δεν είναι μια μητέρα εξιδανικευμένη από την κοινωνία. Η αμφιθυμία που μπορεί να διέπει τον θηλασμό είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό. Κατά τον Winniccott (1947) μια μητέρα μισεί όσο αγαπά το μωρό της. Απλά χρειάζεται να είναι αρκετά ώριμη για να το αντέξει. Όσο περισσότερο σκέφτεται μια μητέρα τα συνειδητά αλλά και τα ασυνείδητα κίνητρα (για την εξακρίβωση των οποίων ορισμένες φορές είναι πολύτιμη η βοήθεια ενός τρίτου) που διέπουν τις αποφάσεις που παίρνει για την ίδια και το παιδί της τόσο περισσότερο διασφαλίζεται η ικανότητα της να αντέχει και να σχετίζεται αρκετά καλά μαζί του.
Βιβλιογραφία
Friedman, M. (1996). Mother’s milk: A psychoanalyst looks at breastfeeding. Psychoanalytic Study of the Child, 51: 475-490
Langer M (1945). Psychological problems of lactation. In Motherhood and Sexuality, 225-239. New York: Guilford Press.
Middlemore, M. (1941). The Nursing Couple. London: Hamish Hamilton Medical Books
Naouri, Aldo (2008). Εκπαιδεύοντας τα παιδιά. Αθήνα: Εκδόσεις Κέλευθος
Winniccott, D. W. (1947). Hate in the countertransference. Through Pediatrics to Psychoanalysis, 194-203.
Η πίεση που ασκεί η μία γυναίκα σε μια άλλη η οποία βρίσκεται στην ίδια φάση με την ίδια (peer pressure) παίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο στην εμπειρία της νέας μητέρας. Υπάρχουν γυναίκες οι οποίες αισθάνονται υποχρεωμένες να δικαιολογήσουν την απόφαση τους να μην θηλάσουν το παιδί τους ακόμα και σε γυναίκες που συναντούν στο πάρκο της γειτονιάς. Στον αντίποδα, γυναίκες που δεν έχουν θηλάσει τα δικά τους παιδιά, ή τα έχουν θηλάσει πολύ λίγο, προβάλλουν το δικό τους βίωμα σε αυτές που θηλάζουν οι οποίες χρειάζεται να απολογηθούν για την απόφαση τους να θηλάσουν και μέχρι πόσο. Πολλές φορές είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς ότι το συγκεκριμένο ζήτημα πέραν της οικουμενικότητας του, αποτελεί μια άκρως προσωπική υπόθεση. Για παράδειγμα, μπορεί να είναι προτιμότερο μια γυναίκα να μην θηλάσει γιατί αυτό ενδεχομένως να την αποσταθεροποιούσε (λόγω των κακών εμπειριών που ίσως είχε η ίδια ως μωρό) και να της στερούσε την ευκαιρία να συνδεθεί με το μωρό της με έναν πιο υγιή τρόπο. Ή μία άλλη μητέρα παρόλο που αντιτίθεται σθεναρά στον θηλασμό στο βάθος να το επιθυμεί αλλά να μην το επιχειρεί γιατί κάτι την φοβίζει.
Κατά τη Friedman (1996) τόσο η ποσότητα όσο και η ποιότητα του γάλακτος αποτελούν στοιχεία γυναικείου ανταγωνισμού. Για αυτό ενδεχομένως παρατηρεί κανείς γυναίκες που ανακοινώνουν όλο χαρά την αύξηση βάρους του μωρού που θηλάζει αποκλειστικά ή περιγράφουν με καμάρι το κιτρινωπό χρώμα των κοπράνων του που είναι «ανώτερο» του καφέ χρώματος που παρατηρείται στα παιδιά που τρέφονται με ξένο γάλα. Είναι σαν να λένε «όλο αυτό έγινε χάρη σε εμένα!». Το ξένο γάλα ενδέχεται να το φαντασιώνονται ως «δηλητηριώδες». Ή μπορεί να γεμίζουν την κατάψυξη με γάλα που έχουν αντλήσει από το στήθος τους το οποίο μπορεί να ξεπερνά τις ανάγκες για τροφή του μωρού κατά την απουσία τους. Αυτό βέβαια κατά τη Friedman (1996) μπορεί να είναι μια άμυνα υπερκάλυψης μιας δικής τους στερητικής παιδικής εμπειρίας πίσω από την οποία να βρίσκεται η αδυναμία να είναι παρούσες με το παιδί το οποίο δεν χρειάζεται μόνο γάλα, αλλά και παρουσία, χάδια, επικοινωνία και σωματική επαφή. Την ίδια στιγμή, φαντασιώσεις μειονεξίας μπορεί να κατακλύζουν τις θηλάζουσες μητέρες οι οποίες φοβούνται ότι τα μωρά δεν λαμβάνουν το επιθυμητό βάρος συγκρίνοντας το «αραιό» τους γάλα με την πλούσια υφή του ξένου γάλακτος.
Η σωματική αίσθηση από την εμπειρία του θηλασμού διαφέρει από γυναίκα σε γυναίκα. Για κάποιες η εμπειρία περιγράφεται ως πολύ χαλαρωτική, απολαυστική σε σημείο που τη συγκρίνουν με τον οργασμό. Κάποιες άλλες βιώνουν σωματικό πόνο, σπασμούς στη μήτρα, προβλήματα με τις θηλές, μαστίτιδα και άλλα. Συναισθήματα υπερηφάνειας και συστολής εναλλάσσονται ή συνυπάρχουν. Το μεγάλο στήθος, οι λεκέδες, τα επιθέματα μπορεί να αποτελούν σημάδια θριάμβου ή ντροπής. Ενδεχομένως πίσω από την επιμονή μιας γυναίκας να θηλάζει σε δημόσιο χώρο να βρίσκεται μια κρυφή ανάγκη επιδειξιομανίας. Η ίδια τάση ωστόσο μπορεί να υπάρχει συγκεκαλυμμένη και στη γυναίκα η οποία κουκουλώνεται ψυχαναγκαστικά φοβούμενη μην τη δει κανείς.
Το πόσο καιρό αποφασίζει να θηλάσει μια γυναίκα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Όλες οι ιατρικές έρευνες συγκλίνουν στο γεγονός ότι ο θηλασμός είναι ένας ολοκληρωμένος τρόπος διατροφής με πολλαπλά οφέλη. Ο παγκόσμιος οργανισμός υγείας συστήνει 6 μήνες αποκλειστικού θηλασμού με συνέχιση του παράλληλα με άλλες τροφές μέχρι τα δύο χρόνια. Άλλα τόσα έχουν γραφτεί και ειπωθεί για τα ψυχολογικά πλεονεκτήματα που αποφέρει στη σχέση παιδιού- μητέρας. Αυτός είναι και ο λόγος που τα τελευταία χρόνια έχουν πληθύνει οι ενώσεις που προωθούν τον μητρικό θηλασμό με επιτυχία. Ωστόσο και άλλες συνειδητές ή ασυνείδητες παράμετροι μπορεί τελικά να επηρεάζουν την απόφαση που παίρνει μια γυναίκα για να θηλάσει το παιδί της 40 μέρες ή τέσσερα χρόνια. Λόγοι που σχετίζονται με την εργασία, τη δική της υγεία ή αυτή του παιδιού, αλλά και την επιθυμία της να «ανακτήσει και πάλι το σώμα της» συνυπολογίζονται στην απόφαση που θα πάρει. Καμιά φορά η δυσκολία της ίδιας της μητέρας να αποχωριστεί το παιδί ή να εγκαταλείψει τη ναρκισσιστική παντοδυναμία, που επιφέρει η ξεχωριστή θέση που κατέχει στη ζωή του παιδιού λόγω του θηλασμού, να κρύβονται πίσω από μία παρατεταμένη διάρκεια της διαδικασίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις φαίνεται ότι η μητέρα ασυνείδητα δεν επιτρέπει στο παιδί της να την αποχωριστεί ή δεν δείχνει εμπιστοσύνη στην ικανότητα του να εγκαταλείψει και να αφήσει πίσω του κάτι.
Λέει χαρακτηριστικά ο Aldo Naouri (2008):
«Η τοξικά ναρκισσιστική παντοδυναμία της μητέρας …. θα εντείνεται όλο και περισσότερο αν αφεθεί να γίνει σταθμός ανεφοδιασμού για το δίχρονο ή τρίχρονο παιδί της, το οποίο θα σταματάει να πίνει μια γουλιά όπως σταματάμε σε ένα μπιστρό για να πιούμε στα γρήγορα ένα ποτήρι κρασί» (σ. 269).
Η Friedman (1996) εγείρει ακόμα ένα ενδιαφέρον ζήτημα. Θεωρεί ότι οι ψυχαναλυτές δεν αγγίζουν πολύ τα θέματα θηλασμού κατά τη διάρκεια της ψυχανάλυσης. Κατά την ίδια, αυτό συμβαίνει γιατί οι αναλυόμενοι «ξεχνούν» να τα φέρουν στην ανάλυση προσπερνώντας με αυτό τον τρόπο τη σκέψη γύρω από την ασυνείδητη αμφιθυμία που βιώνουν οι μητέρες για τα μωρά τους. Ίσως, συνεχίζει η συγγραφέας, αυτό να συνδέεται με το γεγονός ότι ασυνείδητα οι αναλυτές- γυναίκες και άντρες- δεν θέλουν να αποκαθηλώσουν το αρχέγονο ιερό του θηλασμού και όλες τις «άβολες» σκέψεις, αναμνήσεις και συναισθήματα που μπορεί να αναδύονται στο αναλυτικό ζεύγος. Είναι σημαντικό όλα αυτά τα θέματα να μπορούν να βρουν ένα δίαυλο έκφρασης είτε στο αναλυτικό δωμάτιο είτε γενικότερα στην κοινωνία. Μια μητέρα που θηλάζει και καμιά φορά βλέπει τηλεόραση δεν είναι μια κακή μητέρα. Σίγουρα δεν είναι μια μητέρα εξιδανικευμένη από την κοινωνία. Η αμφιθυμία που μπορεί να διέπει τον θηλασμό είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό. Κατά τον Winniccott (1947) μια μητέρα μισεί όσο αγαπά το μωρό της. Απλά χρειάζεται να είναι αρκετά ώριμη για να το αντέξει. Όσο περισσότερο σκέφτεται μια μητέρα τα συνειδητά αλλά και τα ασυνείδητα κίνητρα (για την εξακρίβωση των οποίων ορισμένες φορές είναι πολύτιμη η βοήθεια ενός τρίτου) που διέπουν τις αποφάσεις που παίρνει για την ίδια και το παιδί της τόσο περισσότερο διασφαλίζεται η ικανότητα της να αντέχει και να σχετίζεται αρκετά καλά μαζί του.
Βιβλιογραφία
Friedman, M. (1996). Mother’s milk: A psychoanalyst looks at breastfeeding. Psychoanalytic Study of the Child, 51: 475-490
Langer M (1945). Psychological problems of lactation. In Motherhood and Sexuality, 225-239. New York: Guilford Press.
Middlemore, M. (1941). The Nursing Couple. London: Hamish Hamilton Medical Books
Naouri, Aldo (2008). Εκπαιδεύοντας τα παιδιά. Αθήνα: Εκδόσεις Κέλευθος
Winniccott, D. W. (1947). Hate in the countertransference. Through Pediatrics to Psychoanalysis, 194-203.