από τον Στέλιο ΜακρήΕίναι γνωστό ότι η δαρβινική επανάσταση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο έργο του Freud, ο οποίος επονομάζει τον μύθο του αρχέγονου πατέρα (Freud, 1921) επηρεασμένος κυρίως από τον Roberston-Smith. Ο πατέρας της προϊστορίας, όπως αφηγείται ο Freud, μέσω της απόλυτης εξουσίας πάνω στα αρσενικά και θηλυκά μέλη της ορδής, διατηρούσε το αποκλειστικό δικαίωμα στην απόλαυση της γυναικείας σεξουαλικότητας ως κάτοχος όλων των γυναικών και πιθανά των αντρών. Ο Freud ανασυνθέτει τη δολοφονία του αρχέγονου πατέρα από τους γιους, οι οποίοι ωθούμενοι από το μίσος και την πρωτόγονη ανιμιστική τους σκέψη πίστεψαν ότι σκοτώνοντας και τρώγοντας τον πατέρα, θα ενσωμάτωναν τις «μαγικές» του δυνάμεις. Ο φόνος και το ‘‘πατρικό γεύμα’’ ωστόσο δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ο αφανισμός του υπερανθρώπου, τον οποίο ο Nietzsche περίμενε από το μέλλον (όπως γράφει ο Freud), συναντιέται στο μακρινό παρελθόν της ανθρώπινης προϊστορίας και επιφέρει ένα δυσβάσταχτο κενό, που γεμίζει με αρχέγονη ενοχή. Οι γιοί αδερφοποιούνται στο μίσος εγκαθιστώντας τον κοινωνικό δεσμό, περνώντας από το μίσος για τον πατέρα, στην εξιδανίκευσή του. |
Η πατρική αντικατάσταση του τοτεμισμού, αποτελεί για τον Freud τη γενέθλια πράξη της θρησκευτικής κατασκευής. Ο νεκρός αρχέγονος πατέρας, σύμφωνα με τον Freud, αντικαταστάθηκε από το ιερό ζώο-τοτέμ (διαφορετικό ανά κοινότητα), το οποίο απαγορευόταν να θανατωθεί, ωστόσο θυσιαζόταν μία φορά το χρόνο σε ανάμνηση του αρχέγονου πατρικού φόνου, έθιμο που διατηρείται ως τις μέρες μας, αν και διαφορετικά νοηματοδοτημένο. Στο κύκνειο έργο του ο Freud (1997) υποθέτει ότι η θυσία του Ιησού, του αξιότερου εκ των υιών, ήταν ένα αντίδωρο της ανθρώπινης κοινότητας προς τον πατέρα-θεό, μια ετεροχρονισμένη ανάληψη ευθύνης (καθώς σήκωσε στους ώμους του τις αμαρτίες του κόσμου) για την αρχέγονη δολοφονία του.
Η μυθολογία, που αποτελεί μια ακόμα ανεξάντλητη δεξαμενή ιδεών και ψυχαναλυτικών συνθέσεων, είναι έμπλεη αρχαϊκών πατρικών μορφών: καταβροχθιστικών (Κρόνος), που δεν υπόκεινται στον ευνουχισμό (υπερσεξουαλικός Δίας) και αποπλανητικών (Λάιος). Ο Νάρκισσος και ο Οιδίποδας, δύο εμβληματικές μυθολογικές φιγούρες για την ψυχαναλυτική σκέψη, είναι θύματα των εγκλημάτων των πατέρων τους. Είναι σαφές ότι ο αρχαϊκός πατέρας δεν υπόκειται στο νόμο. Ο Νάρκισσος ήταν γιος του Κηφισού που βίασε τη νύμφη Λειριώπη (σημαίνει βαθιά λίμνη), και ο Οιδίποδας ήταν γιος του βασιλιά της Θήβας Λάιου και αποπλανητή του Χρύσιππου. Ο μάντης Τειρεσίας, εκπρόσωπος της καθολικότητας και του πανανθρώπινου της εφαρμογής των ψυχικών νόμων, χρησμοθετεί για τον Νάρκισσο ότι θα ζήσει μέχρι τα γεράματα μόνο εφόσον δεν γνωρίσει ποτέ τον εαυτό του. Kαταδικάζεται έτσι στην καθήλωση στον εαυτό και στη στέρηση του περάσματος στη σχέση με τον Άλλον. Ακολουθεί ο (ψυχικός) θάνατός του από πνιγμό, στη λίμνη-καθρέφτη (εαυτό). Για τον ‘‘ωριμότερο’’ αναπτυξιακά Οιδίποδα, o Τειρεσίας προφητεύει ότι θα σκοτώσει τον πατέρα του Λάιο και θα παντρευτεί τη μητέρα του Ιοκάστη. Ο Νάρκισσος, που δεν πραγματώνει το πέρασμα στη σχέση, κι ο Οιδίποδας, του οποίου τα πεπραγμένα θα τον τιμωρούν ως τον θάνατό του, το ίδιο και τις επόμενες γενιές, παρέχουν το περίγραμμα, προ-οιδιπόδειο (ναρκισσιστικό 0-2,5 ετών) και οιδιπόδειο (2,5-5 ετών), πάνω στο οποίο η ψυχανάλυση δομεί ιστορικά τη νοηματοδότηση των ψυχικών παθήσεων.
Τα βίαια αυτά ιστορήματα αποτελούν διαχρονικά ‘‘τροφή’’ για ψυχαναλυτικούς συλλογισμούς. Εδώ συναντά κανείς το πρωταρχικό μίσος του πατέρα για το γιο (σύμπλεγμα του Λάιου: Ross, 1982), τη θεωρία της σαγήνης και της neurotica που εγκατέλειψε ο Freud για να εξελίξει ο Jean Laplanche. Η εγκατάλειψη από τον Φρόυντ της σχετικής με την έννοια του πατέρα θεωρίας της σαγήνης, μεταφέρει τη φροϋδική σκέψη από το «πραγματικό» στο «φαντασιακό» και επανατοποθετεί το σημείο εστίασης από τον πραγματικό πατέρα στον πατέρα-αντικείμενο. Αν και ο Φρόυντ εγκατέλειψε νωρίς τη θεωρία του σαγηνευτή πατέρα, ο Ferenczi (1932) θα μιλήσει για τη ‘‘γλώσσα του πάθους’’ του ενηλίκου, που είναι τραυματική για το παιδί τοποθετώντας τη δυσκολία κατανόησης στην αδυναμία της γλωσσικής συνάντησης δύο αλλόγλωσσων όντων. Ο Jean Laplanche (1987) πρότεινε ότι το νόημα της προσέγγισης του παιδιού αγνοείται από τον ενήλικο γιατί είναι ασυνείδητο. Τα αινιγματικά ασυνείδητα σεξουαλικά μηνύματα δημιουργούν κάτι το ανοίκειο (unheimlich), μια διέγερση χωρίς κατανόηση από το παιδί και έτσι οδηγούνται στην απώθηση. Σε αυτές τις εικόνες επίσης συναντούμε τις παιδικές φαντασιώσεις της βίαιης πρωταρχικής σκηνής που συνδέουν την πατρική οντότητα με την ενόρμηση του θανάτου αν και ο Winnicott (1960) θεωρεί τον πατέρα ένα εξωτερικό αντικείμενο που αποτελεί βασικό οργανωτή της απαρτιωτικής λειτουργίας του Εγώ, στη γραμμή της ενόρμησης ζωής. Ο ‘‘πα-τέρας’’ είναι αρχικά μια εξωτερική φιγούρα, τρομακτική, και σιγά-σιγά γίνεται μια φιγούρα εσωτερική, ‘‘μητρικoφανής’’, για το παιδί.
Προ-οιδιπόδεια περίοδος
Σε αντίθεση με την ιδρυτική γενιά, οι ψυχαναλυτές μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όπως οι Winnicott, Bion και Klein επικεντρώνονται κυρίως στις σχέσεις μητέρων-παιδιών, ενώ ο πατέρας βρίσκεται στο περιθώριο των θεωριών τους. Η μητέρα παρέχει φροντίδες επί των σωματικών και διανοητικών αναγκών, καθώς και μια ασφαλή βάση, ενώ ο πατέρας γίνεται αντιληπτός ως εξωτερική, δευτερεύουσα μορφή που αρχικά προστατεύει τη σχέση μητέρας-παιδιού και στη συνέχεια παρεμβαίνει και διεισδύει στην καθιερωμένη σύνδεση μητέρα-παιδί για να σχηματίσει τη δική του σχέση με το παιδί και να επιτρέψει έναν υγιή διαχωρισμό του παιδιού από τη μητέρα (Ogden, 2006).
Οι κίνδυνοι για την ψυχική ανάπτυξη του βρέφους είναι αυτονόητοι: λόγω του αδιαφοροποίητου σύμπαντος που συναποτελεί με την μητέρα του, το βρέφος απειλείται να καταβυθιστεί στη μητρική τροχιά (Loewald, 1951), σε μια παλίνδρομη κίνηση με φαντασιακό τερματικό σταθμό την επανένωση με το περιέχον μητρικό σώμα. Για τη Μahler (1955) μια σταθερή εικόνα του πατέρα μετά τους 18 μήνες ή και πριν, είναι ευεργετική, καθώς εξουδετερώνει την υπερευαισθησία του παιδιού στην απειλή της συγχώνευσης με τη μητέρα.
Στην αρχή της ζωής το βρέφος πρωτογενώς ταυτίζεται με τα δύο φύλα, μιας και αναπόφευκτα οι ενορμητικές ώσεις κατευθύνονται προς τους δύο γονείς-κατόχους δύο ψυχοκοινωνικών φύλων. Η McDougall (1996), θεωρεί ότι η συνειδητοποίηση της αντρικής ή θηλυκής μονοσεξουλικότητας αποτελεί ένα μείζον ναρκισσιστικό τραύμα στην παιδική μεγαλομανία «να είναι κανείς και να έχει και τα δύο φύλα». Αναφέρει ότι ορισμένα άτομα, αυτόν τον οικουμενικό τραυματισμό, δεν κατορθώνουν ποτέ να τον επιλύσουν, και μη μπορώντας να πενθήσουν, βρίσκουν διέξοδο στο διαστροφικό σενάριο.
Το αγόρι για να διαμορφώσει την ετερόφυλη σεξουαλική ταυτότητα φαίνεται (κυρίως μέσα από την κλινική φαινομενολογία) ότι πρέπει να ταυτιστεί με το σώμα του παρόντος πατέρα, που γίνεται αντικείμενο λιβιδινικής επιθυμίας και προϊόν μια σημαντικής προ-ταύτισης. Αυτή η σωματική εγγύτητα πατέρα-γιου φαίνεται, τουλάχιστον στο παρελθόν, να διαποτίζεται από απαγορεύσεις που αφορούν τις περισσότερες φορές μια επιφανειακή δικαιολόγηση στη βάση της ‘‘αρσενικής’’ σκληραγώγησης, με υποδηλούμενο το φόβο της ομόφυλης επιθυμίας. H ομόφυλη σεξουαλική ταυτότητα ωστόσο, φαίνεται να συνδέεται περισσότερο με τη σωματική ‘‘μη-παρουσία’’ του πατέρα, η οποία αφήνει ένα κενό που ευνοεί την αέναη αναζήτηση του πατρικού αντικειμένου. H αποτυχία της προ-οιδιπόδειας εξιδανίκευσης του πατέρα λόγω της απουσίας του, φαίνεται να στερεί το αγόρι από την εξιδανικευμένη σχέση μαζί του, που θα μπορούσε να λειτουργήσει μέσω της ενσωμάτωσης ενός κομματιού του πατέρα, ως μαγιά για την τελική ψυχοσεξουαλική ταύτιση με τον πατέρα, μέσα από το κανάλι του οιδιπόδειου ανταγωνισμού.
Ο σύγχρονος ωστόσο ρόλος του πατέρα, η ‘‘μητρικοποίηση’’ του άντρα στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, επιτρέπουν τη σωματική του εμπλοκή στις φροντίδες του βρέφους, κάτι που του προσδίδει μια διαφορετική θέση και σημασία στην ψυχική οργάνωση του παιδιού σε σχέση με το παρελθόν. Υπάρχει όμως ένας κίνδυνος: στις περιπτώσεις που ενδιαφέρει τον πατέρα να έχει ενεργή συμμετοχή στο μεγάλωμα του παιδιού αλλά δυσκολεύεται να παίξει διακριτό ρόλο, κινδυνεύει μιμούμενος τη μητέρα, να αποτελέσει αναδιπλασιασμό της, κακέκτυπό της. Σε αυτή τη φάση η λειτουργία του πατέρα οφείλει να είναι έκδηλα διαφοροποιημένη και κατά συνέπεια διαφοροποιούσα. Η μητέρα νανουρίζει το παιδί στην αγκαλιά της, ο πατέρας παίζει μαζί του ‘‘αεροπλανάκι’’, φορτίζοντας τον μηχανισμό εξώθησης του βρέφους από τη ‘‘συγχωνεύουσα’’ μητρική αγκαλιά.
Στον Άμλετ του Σαίξπηρ απεικονίζεται με ακρίβεια αυτή η προβληματική. Η αναποφασιστικότητα του Άμλετ αντικατοπτρίζει την ανάγκη του για έναν προοιδιπόδειο πατέρα, που εκπροσωπείται από τον Κλαύδιο και τον εξιδανικευμένο δικό του πατέρα, για να τον προστατεύσει από την κτητική, καταπιεστική μητέρα του, τη χήρα βασίλισσα, που απειλεί να εξοντώσει τον ανδρισμό του (Blos, 2013). Ήδη λοιπόν, πριν από την οιδιπόδεια φάση ανάπτυξης, ο ρόλος του πατέρα φαίνεται να είναι σημαντικότερος από αυτόν που συνήθως του αποδίδεται σε σχέση με την κυριαρχία της μητρικής φροντίδας, και αποτελεί για το βρέφος αντικείμενο λιβιδινικής επένδυσης.
Ο Andre Green (2009), διαβάζοντας τον Freud, στρέφει το βλέμμα στο βλέμμα του πατέρα, που από το περιθώριο της σχέσης, παρατηρεί τη δυάδα μητέρα-βρέφος: διακινούνται μέσα του νοσταλγικά αισθήματα για αυτό που οι δυο τους έχουν το προνόμιο να απολαμβάνουν και που έχει χαθεί οριστικά για αυτόν. ‘‘…Το βλέμμα του είναι γεμάτο από τις απειλές του αποχωρισμού και τα αποτελέσματα της απώθησης. Κι αν από όλες τις συστατικές λειτουργίες του υπερεγώ η αυτοπαρατήρηση είναι η πιο σημαντική μπορούμε να την καταλάβουμε ως αποτέλεσμα ενός μηχανισμού αναστροφής-προς-τον-εαυτό του βλέμματος του (δικού του) πατέρα’’. Ο πραγματικός πατέρας συχνά σε αυτή τη φάση πλήττεται ναρκισσιστικά από την υπεραπασχόληση της μητέρας με το βρέφος, το οποίο μπορεί να βιώσει σαν εχθρικό αποστερητικό αντικείμενο. Αναταράσσεται ψυχικά και συχνά κυλά προς την απαγόρευση της αιμομιξίας που επαναφέρει στο προσκήνιο η δυσκολία της σεξουαλικής επανεπένδυσης της σχέσης με το ‘‘γυναικείο’’. Εν τέλει ο ρόλος του απαιτεί επαναπροσδιορισμό και είναι σημαντικός ως προς την επιβολή αυτού που ο Michel Fain (1971) ονομάζει «λογοκρισία της ερωμένης»: η μητέρα στηρίζει την επιθυμία της για τον πατέρα-εραστή και ο πατέρας την αποπλανεί κάνοντας την να ξεχάσει για λίγο το παιδί. Εκείνο, χάνοντας προσωρινά έστω τη μητέρα, θα επενδύσει τον εαυτό του αυτοερωτικά, ταυτιζόμενο ταυτόχρονα και με την επιθυμία της μητέρας για τον πατέρα. Το αποτέλεσμα της απαγόρευσης αυτής είναι η ανάπτυξη των διεργασιών ψευδαισθητικής ικανοποίησης και το πλέξιμο του αναπαραστατικού ιστού που δομεί την εσωτερική μητέρα και την εσωτερική εικονοποιητική σύνθεση της εξωτερικής πραγματικότητας .
Οιδιπόδεια φάση
Το πέρασμα στη φάση του ανταγωνισμού της τριαδικότητας ‘‘μητέρα-πατέρας-παιδί’’, που ονομάζεται οιδιπόδεια φάση και έχει ως βασικά κληροδοτήματα την ολοκλήρωση της δομής του υπερεγώ και την εδραίωση της ψυχοσεξουαλικής ταυτότητας, σημαδεύεται από την παρουσία του πατέρα, ακόμη και εν τη απουσία του, μέσα από το λόγο και την επιθυμία της μητέρας για εκείνον.
Ο Freud υποστηρίζει ότι η μυθολογική κατασκευή του φόνου του «αρχαϊκού πατέρα», με τις συνέπειές της (το ταμπού της αιμομιξίας και την υποχρεωτική εξωγαμία) αποτελεί τη σχηματοποίηση μιας ψυχικής προ-μορφής, μιας προεργασίας απαραίτητης για τη δόμηση στο νου του ανθρώπου του οιδιπόδειου αστερισμού (Σκούλικα, 2013). Ο αρχαϊκός πατέρας της ορδής δολοφονείται από τους γιους, ο Λάιος δολοφονείται από τον Οιδίποδα και ανοίγουν στον Freud το δρόμο της εδραίωσης του «πατρικού συμπλέγματος», της νοσταλγίας και βαθιάς επιθυμίας για τον πατέρα. Νοσταλγία για την κατάσταση της πλήρους ικανοποίησης που υποτίθεται ότι δοκίμαζε ο πατέρας της πρωταρχικής ορδής, και επιθυμία στο μέτρο όπου ο μισητός αυτός γεννήτορας γίνεται μετά τον θάνατό του αγαπητός, μέσα από μια διεργασία ταυτίσεων που είχε ως στόχο τον αμοιβαίο συμβιβασμό των αδελφών για την επιβίωσή τους.
Ο Villa (2013) σημειώνει ότι αν το πατρικό σύμπλεγμα είναι ένα υπόλοιπο των πρωταρχικών ψυχικών υλικών το οποίο δεν μπόρεσε να ψυχικοποιηθεί και φέρει τις ιδιότητες του πατέρα της πρωταρχικής ορδής, εκείνου του σκληρού και βάναυσου προπάτορα, τότε θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από την τυφλή αναζήτηση της ικανοποίησης η οποία αποκλείσθηκε στη συνέχεια από την κοινωνία των αδελφών. Το αποτέλεσμα είναι ότι η επιθυμία αυτή απωθείται και μόνο υπό αυτή την προϋπόθεση πραγματοποιείται ο έλεγχος των ενορμήσεων καθώς και η πολιτισμική διαδικασία της εξατομίκευσης. ‘‘Τρώμε’’ τον αρχαϊκό πατέρα κατά τον Villa ‘‘στο πλαίσιο ενός συμπλέγματος που μας ωθεί να επεξεργασθούμε την ενορμητική απαίτηση για απόλυτη ικανοποίηση, ενσωματώνοντας την οιδιπόδεια επιταγή για αναμονή και ετεροχρονισμό της ικανοποίησης και εντέλει για την αναστολή της. Η άλλη είναι η αναστολή των ενστικτωδών ώσεων. Μια αναστολή της ενορμητικής ικανοποίησης, μια απάρνησή της που ίσως σχετίζεται με την πρωταρχική απώθηση του Freud’’ (Σκούλικα, 2013).
Επιστρέφοντας στον Jacques Lacan, που διακήρυξε την επιστροφή στον Freud, ο συμβολικός Πατέρας αποτελεί μια συμβολική θέση, λειτουργώντας σαν τον νεκρό αρχέγονο πατέρα που θα επιβάλει τον νόμο του αναδρομικά, αφού έχει φαγωθεί (ενδοβληθεί) από τους γιους. Η σημαντική λειτουργία του πατέρα σε αυτή τη φάση είναι η επιβολή του Νόμου και η ρύθμιση της επιθυμίας. Ο Πραγματικός πατέρας αναγορεύεται σε Συμβολικό Πατέρα, καθώς αντιπροσωπεύει τον νόμο κατέχοντας το αντικείμενο της επιθυμίας της μητέρας, το φαλλό. Αυτή η σημαίνουσα λειτουργία του πατέρα, που ο Lacan ονόμασε ‘‘Όνομα του Πατέρα’’, οδηγεί το παιδί στην ουσιαστική παραδοχή ότι δεν είναι το ίδιο ο φαλλός της μητέρας αλλά ούτε τον έχει, όπως δεν τον έχει και η μητέρα του, κι έτσι εισάγεται στο σύμπλεγμα ευνουχισμού. Η λύση του οιδιπoδείου έρχεται εφόσον ένας δοτικός πατέρας ως προς τη μητέρα, επενδύεται με τη φαλλική ιδιότητα, ως αυτός που «έχει», και όχι που «είναι» ο φαλλός (Safouan, 2005).
Η δυνατότητα που ανοίγει το «έχειν» αφορά το δρόμο των ταυτίσεων μιας και ωθεί το παιδί να βγει οριστικά από τη θέση του «είμαι ο φαλλός της μητέρας». Μέσω αυτών των ταυτίσεων θα αποκτήσει την σεξουαλική του ταυτότητα. Το αγόρι θα ταυτισθεί με τον πατέρα, που υποτίθεται ότι έχει το φαλλό. Αυτή η μεταφορά του φαλλικού αντικειμένου σε ‘‘Όνομα του Πατέρα’’, η ‘‘Πατρική μεταφορά’’, θα εισάγει το παιδί στον συμβολισμό. Θα εισάγει δηλαδή το παιδί στον Λόγo, στην πολιτισμική πραγματικότητα, προφυλάσσoντάς το από την ψύχωση. Ο τιμωρητικός πατέρας της οιδιπόδειας φάσης σώζει το γιο από τις παιδικές παραισθήσεις, όντας ο ίδιος η πρώιμη προσωποποίηση της αρχής της πραγματικότητας (Blos, 2013). Η εισαγωγή στον λόγο προάγει το παιδί από αντικείμενο της επιθυμίας του Άλλου, σε υποκείμενο, μέσα από την αποδοχή του ‘‘Νόμου του Πατέρα’’, μέσω της λήθης: το αγόρι θα απωθήσει την επιθυμία για τη μητέρα στο ασυνείδητο. Ο Lacan (1982) έλεγε χαρακτηριστικά: « Το πράγμα πρέπει να χαθεί για να αντιπροσωπευθεί». Ο νόμος της απαγόρευσης της αιμομιξίας λοιπόν επιβάλλεται από τον πατέρα μέσω του συμβολικού ευνουχισμού, που αποτελεί βασικό οργανωτή του ψυχισμού ωθώντας σε μετουσιωτικές αναπληρώσεις της έλλειψης, μιας και έχει ένα προοπτικό κέρδος: το αγόρι μεταθέτει την επιθυμία σε άλλα ερωτικά αντικείμενα εκτός της μητέρας και «χάνοντας μία κερδίζει δέκα» όπως εύστοχα σημειώνει ο Jacques André.
Οι Νόμοι λοιπόν, θεσμοθετημένοι από τον πατέρα μέσω της γλώσσας, πέρα από πραγματικά επιτεύγματα είναι και συμβολικά. Πίσω από τον πραγματικό πατέρα είναι σαν να κρύβεται ένας φαντασιακός πατέρας, θεματοφύλακας των νόμων, τον οποίο μπορεί να φέρει και η μητέρα. Υπό το πρίσμα αυτό, ό,τι θαυμάζει κανείς στον πραγματικό του πατέρα δεν είναι τίποτε άλλο από τη μυθολογική θεοποιημένη εικόνα του (Green, 2009). Πάνω από τον πατέρα υπάρχει τo «Όνομα του Πατέρα». Αυτό που εκπροσωπεί ο πατέρας διαμορφώνεται σε μια εσωτερική δομή, το περίφημο ‘‘υπερεγώ’’. Ο νόμος αφορά φυσικά τον πατέρα μιας και αυτός περιορίζει την απόλαυση, είναι όμως και αυτός που την αντιπροσωπεύει στην απόλυτή της μορφή, μιας και στην αρχαϊκή εκδοχή της κυριαρχίας του επί της πρωτόγονης ορδής είναι αυτός που δεν υπόκειται στον ευνουχισμό. Υπό αυτή την έννοια, η σεξουαλική ‘‘ευζωία’’ του αγοριού χαρτογραφείται πάνω στα σημάδια αυτού του αρχέγονου πατέρα που εξαιρείται του ευνουχισμού.
Ο «νεκρός πατέρας», μετά τον εξιδανικευμένο πατέρα της πρωτογενούς ταύτισης και τον οιδιπόδειο πατέρα που ευνουχίζει, είναι μια πανανθρώπινη αναγκαιότητα και η έλλειψή του, σύμφωνα με τον Λακάν, μπορεί να οδηγήσει στην παράνοια (περίπτωση προέδρου Schreber του Freud, όπου ο πρόεδρος Schreber αδυνατώντας να ξεπεράσει την κυριαρχία του τυραννικού αρχαϊκού πατέρα του, δημιουργεί μια παρανοειδή μεγαλομανιακή γενεαλογία συνδεόμενος με τον θεό) ή σε σεξουαλικές διαστροφές όπου επιδιώκεται η άρνηση της διαφοράς των φύλων και του ευνουχισμού.
Η ‘‘πατρικότητα’’ της σκέψης
Συχνά παρατηρείται στο εκπαιδευτικό περιβάλλον μια έντονη άρνηση απέναντι στη γνώση και την παιδαγωγική διαδικασία εν γένει, που βαφτίζεται συχνά δυσλεξία, μαθησιακή διαταραχή, υπερκινητικότητα. Αυτό συχνά δεν είναι τίποτε άλλο από μια απόδειξη ότι το ενορμητικό περιβάλλον λειτουργεί με κατακλυσμιαίο τρόπο. Τα συναισθήματα επιτίθενται στις αναπαραστάσεις παραλύοντας τις διαδικασίες της σκέψης. Οι πρώιμες δυαδικές σχέσεις κυριαρχούνται από την διχοτόμηση καλού και κακού αντικειμένου. Πολλές φορές η σκέψη καθηλώνεται σε αυτό τον στείρο δυισμό με αποτέλεσμα η επεξεργασία σύνθετων αντικειμενικών και ψυχικών καταστάσεων να υπόκειται σε αυτή τη διχοτόμηση. Η τριαδικότητα των σχέσεων αντικειμένου εκ των πραγμάτων προωθεί τη σκέψη σε ανώτερο επίπεδο. Η πατρική αναπαράσταση και η πατρική λειτουργία είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τη διαδικασία της σκέψης μέσω της έννοιας του Tρίτου. Το τριπλό της χεγκελιανής διαλεκτικότητας, με τη μορφή θέσης-αντίθεσης και σύνθεσης συναντά την εφαρμογή της στο ψυχικό πεδίο.
Για τον Bion (1959) η ανάπτυξη του ψυχισμού συνδέεται με την ικανότητα να σκεπτόμαστε τις συναισθηματικές εμπειρίες. Η ανάπτυξη της σκέψης αφορά την συναισθηματική εμπειρία που προκύπτει από τη σύνδεση. Όταν σύμφωνα με τον Bion κυριαρχούν τα ‘‘στοιχεία β’’’ (ανεπεξέργαστο ενορμητικό υλικό του βρέφους) και οι επιθέσεις στη ‘‘λειτουργία α’’’ (επεξεργασμένες λειτουργίες ‘‘ανθρωποποιημένες’’ από τη μητέρα) υποκινούνται από το μίσος η το φθόνο, καταστρέφουν τη δυνατότητα της επαφής είτε με τον εαυτό ή τον άλλον ως ζων αντικείμενο. Τότε η λειτουργία του ‘‘σχετίζεσθαι’’ που δομεί τη γνώση αποτυγχάνει και τα δύο αντικείμενα δεν συνασπίζονται ώστε να παράξουν ένα νέο ψυχικό αντικείμενο. Έτσι παράγεται αυτό που ο Bion ονομάζει ‘‘συνδεση –Κ’’ (Minus Knowledge) που ειναι μηχανισμος αντι-σκέψης και αντι-γνώσης. ‘‘Όταν γίνεται η εξιδανίκευση των καταστάσεων μη γνώσης του ψυχισμού, ο εαυτός ταυτίζεται με ένα υπεροπτικό αντικείμενο (superior object) που στηρίζει την υπεροψία και του φταίνε τα πάντα. Αυτό μπορεί να εκφράζεται με μεγαλεπιβόλες φαντασιώσεις παντοδυναμίας και παντογνωσίας και το άτομο νιώθει ότι είναι άτρωτο και δεν βιωνει το φθόνο που το κατατρώει. Ο φθόνος υπάρχει αλλά δεν βιώνεται. Η ‘‘σύνδεση –Κ’’ απορρέει από έναν υπερβολικό φθόνο και απληστία και είναι επιζήμιο για τη μάθηση και την νοητική ανάπτυξη. ‘‘Η σύνδεση –Κ’’ λέει ο Bion ‘‘είναι μια κατάσταση ηθικής ανωτερότητας χωρίς ήθος’’.
Αν υπάρχει απουσία της ικανότητας σύνδεσης, όταν απουσιάζει η αναπαράσταση του πατέρα ως έλλειψη και έχει καταργηθεί η διάσταση του Τρίτου στον ψυχισμό, δεν επιτρέπεται στο άτομο ούτε να διατηρήσει το συναίσθημα ούτε να δώσει νόημα στις σκέψεις. Σε αυτή την περίπτωση λεει ο Bion (1958), η σκέψη παρεμποδίζεται από την αλαζονεία και τη βλακεία (‘‘arrogance and stupidity’’). Μέσω της αλαζονείας το άτομο ταυτίζεται με την σαδιστική υπερεγωτική φιγούρα ενώ η βλακεία εκφράζει την άρνηση της εξωτερικής πραγματικότητας, σαν το υπερεγώ να καταργεί την ‘‘εγωτική’’ αρχή της πραγματικότητας. Η αρχή της πραγματικότητας μπορεί να επηρεαστεί όταν παράλληλα με την εσωτερική διάσταση του φθόνου που επιτίθεται στους δεσμούς, υπάρχει και μια περιβαλλοντική ανεπάρκεια που εμποδίζει την υγιή χρησιμοποίηση των πρωτόγονων μηχανισμών της σχάσης και της προβλητικής ταύτισης (Bion, 1962a).
Αρνητικό οιδιπόδειο και εφηβεία
Στην εφηβεία, η ορμονική πλημμύρα και η μυϊκή θωράκιση φέρνουν την ενστικτική αναζωπύρωση στο κέντρο της ψυχικής διεργασίας του εφήβου, κάνουν τη σεξουαλική σκηνή και τα άγχη που αυτή επιφέρει πιθανότερη από ποτέ, αναδιατάσσοντας τη θέση του αγοριού απέναντι στον πατέρα. Η σχέση τους περιγράφεται συχνά με πολεμικά χρώματα και η σύγκρουση αυτή μεταφράζεται συνήθως στην ψυχαναλυτική σκέψη ως μια σύγκρουση με τον εγγυητή της απαγόρευσης της αιμομιξίας. Η σύγκρουση αυτή πέρα από την αντίθεση με τον πραγματικό πατέρα μπορεί να πάρει τη μορφή σύγκρουσης με τα συμβολικά πατρικά υποκατάστατα (κανόνες και εξουσία, καθηγητές, αστυνομικούς, πολιτικούς, ιατρικό κατεστημένο, κλπ). Ο έφηβος διακατέχεται από την ασυνείδητη επιθυμία κατάργησης του νόμου και θανάτωσης του φαντασιακού πατέρα. Στο θυελλώδες αυτό στάδιο της εφηβείας, το αγόρι ‘‘σκοτώνει’’ τον πατέρα προκειμένου να τον επανεγκαταστήσει μέσα του, διασώζοντας τελικά τον Νόμο. Ωστόσο, όταν ο πατέρας αφήνεται να θανατωθεί, είτε από τη φαλλική επιθετικότητα της μητέρας είτε από τη δική του θνησιγενή παθητικότητα, η παθολογική συμπεριφορά και η πραγματική σύγκρουση με το νόμο γίνονται ορατές (παραβατικότητα, ψυχοπαθητικές εκδηλώσεις, τοξικομανία κλπ).
Ένα πρώτο βλέμμα στην εφηβεία φωτίζει τη μετάθεση της οιδιπόδειας προβληματικής, με την ετεροφυλόφιλη αναζήτηση ερωτικού αντικειμένου εκτός της οικογένειας. Ωστόσο, η ανοργάνωτη και καταναγκαστική σεξουαλική δραστηριότητα της εφηβείας και το έντονο άγχος που συνδέεται με την παθητικότητα, φαίνεται να έχουν έναν αμυντικό χαρακτήρα, απάντηση στην επανεμφάνιση του αρνητικού συμπλέγματος, της τρυφερής δηλαδή ταύτισης με το γονιό του ίδιου φύλου.
Όπως αναφέρθηκε ο πατέρας εκτός από τις απαγορεύσεις που επιβάλει, παρέχει την προστασία και τη γεμάτη φροντίδα αγάπη που σχηματοποιούν μια ψυχική ασπίδα που προφυλάσσει το παιδί από τον τρομακτικό κόσμο (Freud, 2011). Μέσα από την επιβεβαίωση της αποδοχής του πατέρα εγκαθιδρύεται ο λιβιδινικός δεσμός μαζί του. Σύμφωνα με τον Blos (2013), ενώ το θετικό σύμπλεγμα λύνεται δίνοντας τη θέση του στη νηνεμία της λανθάνουσας περιόδου, το αρνητικό σύμπλεγμα διατηρείται αναλλοίωτο μέχρι την εφηβεία. Το αγόρι στην εφηβεία κάνει μια φυγή προς τον πατέρα, υπό την μορφή μιας αμυντικής φύσεως αντιδραστικότητας και επιθετικότητας που ασυνείδητα στοχεύουν στη δημιουργία συνθηκών προστατευτικής οικειότητας μαζί του.
Ο Blos, μακριά από τον φροϋδικό αρχαϊκό πατέρα και την προβληματική της ενόρμησης του θανάτου, προτείνει ότι: όπως η λύση του θετικού οιδιπόδειου εγκαθιστά τη δομή του ‘‘υπερεγώ’’, έτσι και η οριστική λύση του αρνητικού συμπλέγματος στο τέλος της εφηβείας, έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία της δομής του ενήλικου ‘‘Ιδεώδους του Εγώ’’.
Όπως σημειώνει ο Blos (2013) το ‘‘παιδικό ιδεώδες του Εγώ’’ είναι συγγενικό της εξιδανίκευσης του αντικειμένου, και βρίσκεται στην αφετηρία της λιβιδινικής αποδέσμευσης που φέρνει την υποχώρηση του οιδιπόδειου συμπλέγματος. Το ‘‘ενήλικο Ιδεώδες του Εγώ’’ είναι μια δομή ακλόνητη, ανέγγιχτο από την αμφιθυμία, και φυλάσσεται ως αγαπημένο προσωπικό χαρακτηριστικό, του οποίου οι αρχαϊκές ρίζες βρίσκονται στην προσκόλληση με τον πατέρα. Οι απολήξεις του ωστόσο αφορούν την τελική λύση της λιβιδινικής προσκόλλησης με τον πατέρα. Το λιβιδινικό φορτίο που αποδεσμεύεται από την ένωση με τον πατέρα θα επενδυθεί στην ετεροφυλοφυλική σχέση. Μπορούμε να ανιχνεύσουμε τις φαινομενολογικές εκδηλώσεις του Ιδεώδους του Εγώ στην εγω-συντονική εξιδανικευτική και γεμάτη αφοσίωση λατρεία από τον έφηβο, ηρώων και σταρ αρσενικού γένους.
Αυτό που παρατηρείται στην εφηβεία είναι η επανάληψη της ποιότητας της προοιδιπόδειας συνθήκης που περιγράφηκε πιο πάνω, όπου ο πατέρας είναι αντικείμενο προνομιακής λιβιδινικής επένδυσης από το αγόρι, προκειμένου να αντισταθμιστεί το άγχος της έλξης για το επικίνδυνο θηλυκό. Η φαινομενολογία των δυνάμεων ‘‘έλξης-προς’’ και ‘‘απόσυρσης-από’’ το αντικείμενο, αποκαλύπτει τη βαθύτερη διεργασία διαμόρφωσης της σεξουαλικής ταυτότητας. Και όταν η εφηβεία έχει αφήσει τα ίχνη της, φαίνεται να χρωματίζει με έντονα χρώματα το ψυχικό περιβάλλον ενήλικων αντρών, όπως αυτό ξεδιπλώνεται στη θεραπευτική σκηνή. Συχνά οι αναλύσεις ενηλίκων φανερώνουν τα ιδιαίτερα (αναμνησιακά ή επίκαιρα) χαρακτηριστικά μιας σχέσης «απόστασης» με τον πατέρα, με την σφραγίδα ενός άσβεστου μίσους, μέσα σε ένα μείγμα θαυμασμού και υποταγής, με φόβο απόρριψης και μνησικακίας, με τελική επίγευση ένα αίσθημα απογοήτευσης (Blos, 1997).
Η τελική λύση της εφηβείας φαίνεται να αποδυναμώνει τα αμυντικά χαρακτηριστικά της ανώριμης προσκόλλησης στο άλλο φύλο και να οδηγεί σε μια διαφορετικής φύσης προσκόλληση, και στην αναγνώριση της συνολικής οντότητας και ετερότητας της συντρόφου και στην εδραίωση μιας σταθερής ενήλικης προσωπικότητας (Blos, 2013). Στην περίπτωση που το αρνητικό σύμπλεγμα δεν υπερκεραστεί, με τη συμβολική πατροκτονία και αποεξιδανίκευση του πατέρα, η συναισθηματική ανάπτυξη καθηλώνεται και έτσι ανοίγει ο δρόμος για την οριστική νεύρωση, που στην εφηβεία δεν έχει τη δυνατότητα να δομηθεί. Υπό ένα διαγενεαλογικό πρίσμα, σε αυτή την αποτυχία της διεργασίας του αρνητικού οιδιπόδειου μπορεί συχνά να παίζει ρόλο ο πατέρας που είναι έντονα προσκολλημένος στον γιο, σβήνοντας με την εγγύτητα που διεκδικεί, τη δίψα για το δικό του πατέρα. Η επεξεργασία της καταπιεσμένης παθητικότητας εκ των υστέρων στην αναλυτική διαδικασία, επιτρέπει τη μετάλλαξη της αποδιοργανωμένης αντιδραστικότητας σε οργανωμένη συμπεριφορά προσαρμογής που εδραιώνει μια αρμονική και σταθερή αίσθηση εαυτού.
Με την έννοια που ο Blos (1997) χρησιμοποιεί και σκέφτεται τη διπλής φάσης λύση του οιδιπόδειου, θετικού και αρνητικού, μοιάζει εύλογη η ανάπτυξη στην εφηβεία με τη λύση του αρνητικού οιδιπόδειου των εξελιγμένων επιπέδων σκέψης, που αφορούν τις ιδέες, την έλξη προς το αφηρημένο, την ιδεολογία, τη φιλοσοφία, την επιστήμη. Ίσως ωστόσο αφορούν σε ένα παράλληλο επίπεδο, μια δυνατότητα για διφυλετική απαρτίωση, μέσα από την αποδοχή και τη μετάθεση στο πεδίο της γνώσης, της θηλυκής πλευράς της ψυχικής διφυλετικότητας, που αποκαθιστά τη λειτουργία της οιδιπόδειας τριαδικότητας στον ψυχικό χώρο, και την οποία εικονοποιεί και συμβολοποιεί η ιδιαιτερότητα του θηλυκού περιέχοντος σεξουαλικού σώματος. Έτσι, τα σπέρματα της γνώσης γίνονται αποδεκτά προς γονιμοποίηση και γέννηση ιδεών και γνωστικών συνδέσεων, ενώ μια αντιδραστική υπομανιακή υπερ-φαλλική τοποθέτηση σε σχέση με το περιβάλλον, τη δράση, και τη σκέψη θα μπορούσαμε να πούμε ότι οδηγεί σε μια ‘no entry’’, ανορεξικής υφής, απόρριψη της σκέψης και της εισροής γνώσης.
Τελειώνοντας, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι συχνά στις ψυχοθεραπείες εφήβων και νεαρών ενηλίκων αντρών παρατηρείται η εκδήλωση ψυχικών φαινομένων που φέρνουν στο προσκήνιο την ψυχαναλυτική προβληματική της ψυχικής διφυλετικότητας. Η άρνηση της θηλυκότητας παρατηρείται συχνά ως αντίσταση στην υποδεκτικότητα του λόγου του θεραπευτή-Άλλου εντός του ψυχικού οργάνου. H άρνηση του εσωτερικού αναδιπλασιασμού του Άλλου ώστε να επιτευχθεί η ανάπλασή του σε εσωτερικό αντικείμενο, καθιστά τη σχέση αδύνατη. Ο Αναλυτικός Τρίτος προάγει την ελευθερία και εισάγει τη λύση τόσο για τις ναρκισσιστικές όσο και για τις οιδιπόδειες σχέσεις αντικειμένου.
Πολλοί συγγραφείς υπογραμμίζουν τη σημασία της διενέργειας περιγραφικών ερμηνειών που απεικονίζουν όσο το δυνατόν ακριβέστερα την ψυχική κατάσταση του ασθενούς, με μια δομούσα επενέργεια που προσεγγίζει κατά το δυνατόν, την ανεπίτευκτη αλήθεια. Ειδικότερα σε περιπτώσεις αρχαϊκής ψυχικής οργάνωσης όπου το ναρκισσιστικό κέλυφος τείνει να απορροφήσει την αναλυτική οντότητα, ώστε συνταιριασμένη με τα εσωτερικά αντικείμενα να καταργηθεί ως ‘‘Άλλος’’, απαιτείται ο διαδραστικός επαναπροσδιορισμός του θεραπευτικού λόγου μιας και η παραδοσιακή κίνηση του θεραπευτή στον άξονα της ερμηνείας, δεν ευνοεί την θεραπευτική σχέση, ιδιαίτερα στα πρώτα της αναπτυξιακά βήματα. Ίσως η αναλυτική δυάδα θεραπευτή-ασθενούς παλινδρομημένη σε μια ex nihilo αυτοδημιουργία, αποσυγχωνεύεται συγχωνευόμενη, σε συμφωνία με τον τρόπο που η Πιέρα Ωλανιέ θ(ε)ωρεί την ψυχή να δημιουργεί δημιουργούμενη, να εικονίζει εικονιζόμενη, δανειζόμενη παραστάσεις από την κυρίαρχη βρεφική αισθητηριακότητα που συνενώνει την ψυχή με το σώμα (Στεφανάτος, 2017).
Σε αυτό το αναπτυξιακό ταξίδι ο αναλυτής πολλές φορές πρέπει να προσπαθήσει να μαντέψει αυτό που ο ασθενής δεν θα τολμούσε να πει στον εαυτό του (Green, 2009). Η λεκτική επικοινωνία ιδιαίτερα στα αρχικά στάδια της θεραπείας προκαλεί δυσφορία: «Τι θα πω», «πως θα ακουστεί», «λεω βλακείες», «σας μπερδεύω». Οι λέξεις δύσκολες, προσπαθούν να σχηματιστούν, απαιτούν να βρουν διανοητικό επιστέγασμα στη σκέψη του αναλυτή, που αντηχεί το βίωμα και το λόγο του ασθενούς. Το ψυχαναλυτικό περιβάλλον, η ίδια η αναλυτική ερμηνευτική διαδικασία, αντιμετωπίζεται συχνά ως ένα συμβολικό πατρικό σύστημα. Η αναλυτική προϋπόθεση της λεκτικής ελευθερίας φέρνει μέσα από τη μοναξιά του κενού, τη γέννηση των συναισθημάτων και των σκέψεων και την αμοιβαία κατασκευή νοημάτων. Αυτό όμως που γεννιέται ουσιαστικά είναι ο αναλυτικός Τρίτος, που ως πατρικό διακύβευμα εισάγει το διαχωρισμό σε ένα ψυχικό χώρο υπό καθεστώς χαοτικής και αξεδιάλυτης συγχώνευσης με το μητρικό αντικείμενο, ανοίγοντας εκ των υστέρων το δρόμο για τον απεγκλωβισμό του ψυχικού περιβάλλοντος από τη βαριά σκιά του παρελθόντος.
Βιβλιογραφία
Anzieu-Premmeneur, C (2009). Ch. 6. ‘The Dead Father Figure and the Symbolization Process’.
In: Kalinich L. & Taylor, S. (eds). The Dead Father: A Psychoanalytic Inquiry. London:
Routledge, pp. 111-120.
Bion, W.R. (1958), On arrogance, Intern. J of Psychoanal, 39: 144-46
Bion, W.R. (1959), Attacks on Linking. Int. J. Psycho-Anal., 40:308-315.
Bion, W.R. (1962a) The Psycho-Analytic Study of Thinking. Int. J. Psycho-Anal., 43:306-310
Bion W.R. (1962b). Learning from Experience, Karnac Books, London, 3rd printing 1991.
Bloss, P. (1997) Son and father. In: Breen, D (ed)The Gender Conundrum, Routledge.
Bloss. P. (2013), Πατέρας και γιος, στο: Στεφανάτος, Γ. (επιμέλεια), Ψυχανάλυση και εφηβεία,
κλινικά και θεωρητικά ορόσημα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
Britton, R. (2002). Forever father’s daughter: the Athene - Antigone complex In: Trowell J. and
Etchegoyen A., (eds) the Importance of Fathers a Psychoanalytic Re-evaluation.,
Brunner-Routledge.
Diamond, M.J. (1998), Fathers and Sons: Psychoanalytic Perspectives on "Good Enough"
Fathering Throughout The Life Cycle. Gender and Psychoanalysis, Jan. 1998
Faulkner, J. (2005) Freud’s concept of the death drive and its relation to the superego, An
Internet Journal of Philosophy Vol. 9 2005.
Fain, M. (1971), Prélude à la vie fantasmatique. Revue française de psychanalyse, XXXV, 2-3,
1971, 291-364.
Faimberg, H. (2013), The “As-Yet Situation” in Winnicott's “Fragment of an Analysis”: Your
Father “Never Did You the Honor of”… Yet. Psychoanalytic Quarterly, 82(4):849-875.
Ferenczi, S. (1932). Confusion of the Tongues Between the Adults and the Child-(The Language
of Tenderness and of Passion). Δημοσιευμένο το 1949. Int. J. Psycho-Anal., 30 : 225-230
Freud, S. (1911). Formulations on the Two Principles of Mental Functioning. Hogarth Press.
Freud ,S. (1933). New Introductory Lectures on Psychoanalysis, Hogarth Press
Freud, S (1978), Τοτέμ και ταμπού, Επίκουρος.
Freud, S. (1997), Ο άνδρας Μωυσής και ο μονοθεϊσμός. Επίκουρος
Freud, S. (2011), Το μέλλον μιας αυταπάτης, Νίκας / Ελληνική Παιδεία Α.Ε.
Flynn, D. (2002). The adoptive father In the Importance of Fathers a Psychoanalytic Re-
evaluation. In: Trowell J. and Etchegoyen A., (eds) the Importance of Fathers a Psychoanalytic Re-evaluation,Brunner-Routledge.
Green, A. (2004), Thirdness and psychoanalytic concepts, TOC Volume LXXIII, Issue 1, Jan
2004, p. 99-135.
Green, A. (2009), The construction of the lost father. In: Kalinich L. & Taylor, S. (eds), The Dead
Father: A Psychoanalytic Inquiry. London: Routledge.
Hartke, P. (2016) The Oedipus complex: A confrontation at the central cross-roads of
psychoanalysis. Intern. J. Psychoanal (2016) 97:893–91.
Laplanche, J. (1987), Nouveaux fondements pour la psychanalyse, Paris: P.U.F.
Loupe, A. (2013) Οιδίπους σε διαδικασία εξέλιξης, περίληψη Δ. Εμπέογλου, Δελτίο της
Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, τεύχος 49.
Lowewald, H.W. (1951), Ego and reality, Intern. J. Psychoanal, 32, 10-18.
Mahler, M.S. (1955), On symbiotic child psychosis, Psychoanalytic study of the child, 10, 195-
212.
Lacan, J. (1982), To σεμινάριο του Ζακ Λακαν: Βιβλίο ΧΙ: Οι τέσσερις θεμελιακές έννοιες της
ψυχανάλυσης, Κέδρος-Ράππα.
Ogden, H. T. (2006). Reading Loewald: Oedipus reconceived. Intern. J. Psychoanal, 87, 651–
666
Perelberg, R.J (2009) Murdered father; dead father: Revisiting the Oedipus complex.
Intern. J. Psychoanal (2009) 90:713–732
Ross, J.M. (1982) Oedipus revisited: Laius and the ‘‘Laius complex’’, Psychoanalytic study of
the child,37, 169-200.
Safouan M. (2005) Λακανιάδα, Τα σεμινάρια του Ζακ Λακάν 1953-1963, Κέδρος
Σκούλικα, Α. (2013), Σκέψεις από τις εισηγήσεις των Delourmel, C.: «Από τη λειτουργία του
πατέρα στην πατρική αρχή» και Villa, F. : «Ο πατέρας: μια αρχαϊκή κληρονομιά;» Το ζήτημα του πατέρα στην ψυχανάλυση. 73ο Συνέδριο Γαλλόφωνων Ψυχαναλυτών 2013, Δελτίο της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, τεύχος 49.
Villa, F. (2013), Ο πατέρας. Μια αρχαϊκή κληρονομιά? Περίληψη Α. Σκούλικα, Δελτίο της
Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, τεύχος 49.
Η μυθολογία, που αποτελεί μια ακόμα ανεξάντλητη δεξαμενή ιδεών και ψυχαναλυτικών συνθέσεων, είναι έμπλεη αρχαϊκών πατρικών μορφών: καταβροχθιστικών (Κρόνος), που δεν υπόκεινται στον ευνουχισμό (υπερσεξουαλικός Δίας) και αποπλανητικών (Λάιος). Ο Νάρκισσος και ο Οιδίποδας, δύο εμβληματικές μυθολογικές φιγούρες για την ψυχαναλυτική σκέψη, είναι θύματα των εγκλημάτων των πατέρων τους. Είναι σαφές ότι ο αρχαϊκός πατέρας δεν υπόκειται στο νόμο. Ο Νάρκισσος ήταν γιος του Κηφισού που βίασε τη νύμφη Λειριώπη (σημαίνει βαθιά λίμνη), και ο Οιδίποδας ήταν γιος του βασιλιά της Θήβας Λάιου και αποπλανητή του Χρύσιππου. Ο μάντης Τειρεσίας, εκπρόσωπος της καθολικότητας και του πανανθρώπινου της εφαρμογής των ψυχικών νόμων, χρησμοθετεί για τον Νάρκισσο ότι θα ζήσει μέχρι τα γεράματα μόνο εφόσον δεν γνωρίσει ποτέ τον εαυτό του. Kαταδικάζεται έτσι στην καθήλωση στον εαυτό και στη στέρηση του περάσματος στη σχέση με τον Άλλον. Ακολουθεί ο (ψυχικός) θάνατός του από πνιγμό, στη λίμνη-καθρέφτη (εαυτό). Για τον ‘‘ωριμότερο’’ αναπτυξιακά Οιδίποδα, o Τειρεσίας προφητεύει ότι θα σκοτώσει τον πατέρα του Λάιο και θα παντρευτεί τη μητέρα του Ιοκάστη. Ο Νάρκισσος, που δεν πραγματώνει το πέρασμα στη σχέση, κι ο Οιδίποδας, του οποίου τα πεπραγμένα θα τον τιμωρούν ως τον θάνατό του, το ίδιο και τις επόμενες γενιές, παρέχουν το περίγραμμα, προ-οιδιπόδειο (ναρκισσιστικό 0-2,5 ετών) και οιδιπόδειο (2,5-5 ετών), πάνω στο οποίο η ψυχανάλυση δομεί ιστορικά τη νοηματοδότηση των ψυχικών παθήσεων.
Τα βίαια αυτά ιστορήματα αποτελούν διαχρονικά ‘‘τροφή’’ για ψυχαναλυτικούς συλλογισμούς. Εδώ συναντά κανείς το πρωταρχικό μίσος του πατέρα για το γιο (σύμπλεγμα του Λάιου: Ross, 1982), τη θεωρία της σαγήνης και της neurotica που εγκατέλειψε ο Freud για να εξελίξει ο Jean Laplanche. Η εγκατάλειψη από τον Φρόυντ της σχετικής με την έννοια του πατέρα θεωρίας της σαγήνης, μεταφέρει τη φροϋδική σκέψη από το «πραγματικό» στο «φαντασιακό» και επανατοποθετεί το σημείο εστίασης από τον πραγματικό πατέρα στον πατέρα-αντικείμενο. Αν και ο Φρόυντ εγκατέλειψε νωρίς τη θεωρία του σαγηνευτή πατέρα, ο Ferenczi (1932) θα μιλήσει για τη ‘‘γλώσσα του πάθους’’ του ενηλίκου, που είναι τραυματική για το παιδί τοποθετώντας τη δυσκολία κατανόησης στην αδυναμία της γλωσσικής συνάντησης δύο αλλόγλωσσων όντων. Ο Jean Laplanche (1987) πρότεινε ότι το νόημα της προσέγγισης του παιδιού αγνοείται από τον ενήλικο γιατί είναι ασυνείδητο. Τα αινιγματικά ασυνείδητα σεξουαλικά μηνύματα δημιουργούν κάτι το ανοίκειο (unheimlich), μια διέγερση χωρίς κατανόηση από το παιδί και έτσι οδηγούνται στην απώθηση. Σε αυτές τις εικόνες επίσης συναντούμε τις παιδικές φαντασιώσεις της βίαιης πρωταρχικής σκηνής που συνδέουν την πατρική οντότητα με την ενόρμηση του θανάτου αν και ο Winnicott (1960) θεωρεί τον πατέρα ένα εξωτερικό αντικείμενο που αποτελεί βασικό οργανωτή της απαρτιωτικής λειτουργίας του Εγώ, στη γραμμή της ενόρμησης ζωής. Ο ‘‘πα-τέρας’’ είναι αρχικά μια εξωτερική φιγούρα, τρομακτική, και σιγά-σιγά γίνεται μια φιγούρα εσωτερική, ‘‘μητρικoφανής’’, για το παιδί.
Προ-οιδιπόδεια περίοδος
Σε αντίθεση με την ιδρυτική γενιά, οι ψυχαναλυτές μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όπως οι Winnicott, Bion και Klein επικεντρώνονται κυρίως στις σχέσεις μητέρων-παιδιών, ενώ ο πατέρας βρίσκεται στο περιθώριο των θεωριών τους. Η μητέρα παρέχει φροντίδες επί των σωματικών και διανοητικών αναγκών, καθώς και μια ασφαλή βάση, ενώ ο πατέρας γίνεται αντιληπτός ως εξωτερική, δευτερεύουσα μορφή που αρχικά προστατεύει τη σχέση μητέρας-παιδιού και στη συνέχεια παρεμβαίνει και διεισδύει στην καθιερωμένη σύνδεση μητέρα-παιδί για να σχηματίσει τη δική του σχέση με το παιδί και να επιτρέψει έναν υγιή διαχωρισμό του παιδιού από τη μητέρα (Ogden, 2006).
Οι κίνδυνοι για την ψυχική ανάπτυξη του βρέφους είναι αυτονόητοι: λόγω του αδιαφοροποίητου σύμπαντος που συναποτελεί με την μητέρα του, το βρέφος απειλείται να καταβυθιστεί στη μητρική τροχιά (Loewald, 1951), σε μια παλίνδρομη κίνηση με φαντασιακό τερματικό σταθμό την επανένωση με το περιέχον μητρικό σώμα. Για τη Μahler (1955) μια σταθερή εικόνα του πατέρα μετά τους 18 μήνες ή και πριν, είναι ευεργετική, καθώς εξουδετερώνει την υπερευαισθησία του παιδιού στην απειλή της συγχώνευσης με τη μητέρα.
Στην αρχή της ζωής το βρέφος πρωτογενώς ταυτίζεται με τα δύο φύλα, μιας και αναπόφευκτα οι ενορμητικές ώσεις κατευθύνονται προς τους δύο γονείς-κατόχους δύο ψυχοκοινωνικών φύλων. Η McDougall (1996), θεωρεί ότι η συνειδητοποίηση της αντρικής ή θηλυκής μονοσεξουλικότητας αποτελεί ένα μείζον ναρκισσιστικό τραύμα στην παιδική μεγαλομανία «να είναι κανείς και να έχει και τα δύο φύλα». Αναφέρει ότι ορισμένα άτομα, αυτόν τον οικουμενικό τραυματισμό, δεν κατορθώνουν ποτέ να τον επιλύσουν, και μη μπορώντας να πενθήσουν, βρίσκουν διέξοδο στο διαστροφικό σενάριο.
Το αγόρι για να διαμορφώσει την ετερόφυλη σεξουαλική ταυτότητα φαίνεται (κυρίως μέσα από την κλινική φαινομενολογία) ότι πρέπει να ταυτιστεί με το σώμα του παρόντος πατέρα, που γίνεται αντικείμενο λιβιδινικής επιθυμίας και προϊόν μια σημαντικής προ-ταύτισης. Αυτή η σωματική εγγύτητα πατέρα-γιου φαίνεται, τουλάχιστον στο παρελθόν, να διαποτίζεται από απαγορεύσεις που αφορούν τις περισσότερες φορές μια επιφανειακή δικαιολόγηση στη βάση της ‘‘αρσενικής’’ σκληραγώγησης, με υποδηλούμενο το φόβο της ομόφυλης επιθυμίας. H ομόφυλη σεξουαλική ταυτότητα ωστόσο, φαίνεται να συνδέεται περισσότερο με τη σωματική ‘‘μη-παρουσία’’ του πατέρα, η οποία αφήνει ένα κενό που ευνοεί την αέναη αναζήτηση του πατρικού αντικειμένου. H αποτυχία της προ-οιδιπόδειας εξιδανίκευσης του πατέρα λόγω της απουσίας του, φαίνεται να στερεί το αγόρι από την εξιδανικευμένη σχέση μαζί του, που θα μπορούσε να λειτουργήσει μέσω της ενσωμάτωσης ενός κομματιού του πατέρα, ως μαγιά για την τελική ψυχοσεξουαλική ταύτιση με τον πατέρα, μέσα από το κανάλι του οιδιπόδειου ανταγωνισμού.
Ο σύγχρονος ωστόσο ρόλος του πατέρα, η ‘‘μητρικοποίηση’’ του άντρα στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, επιτρέπουν τη σωματική του εμπλοκή στις φροντίδες του βρέφους, κάτι που του προσδίδει μια διαφορετική θέση και σημασία στην ψυχική οργάνωση του παιδιού σε σχέση με το παρελθόν. Υπάρχει όμως ένας κίνδυνος: στις περιπτώσεις που ενδιαφέρει τον πατέρα να έχει ενεργή συμμετοχή στο μεγάλωμα του παιδιού αλλά δυσκολεύεται να παίξει διακριτό ρόλο, κινδυνεύει μιμούμενος τη μητέρα, να αποτελέσει αναδιπλασιασμό της, κακέκτυπό της. Σε αυτή τη φάση η λειτουργία του πατέρα οφείλει να είναι έκδηλα διαφοροποιημένη και κατά συνέπεια διαφοροποιούσα. Η μητέρα νανουρίζει το παιδί στην αγκαλιά της, ο πατέρας παίζει μαζί του ‘‘αεροπλανάκι’’, φορτίζοντας τον μηχανισμό εξώθησης του βρέφους από τη ‘‘συγχωνεύουσα’’ μητρική αγκαλιά.
Στον Άμλετ του Σαίξπηρ απεικονίζεται με ακρίβεια αυτή η προβληματική. Η αναποφασιστικότητα του Άμλετ αντικατοπτρίζει την ανάγκη του για έναν προοιδιπόδειο πατέρα, που εκπροσωπείται από τον Κλαύδιο και τον εξιδανικευμένο δικό του πατέρα, για να τον προστατεύσει από την κτητική, καταπιεστική μητέρα του, τη χήρα βασίλισσα, που απειλεί να εξοντώσει τον ανδρισμό του (Blos, 2013). Ήδη λοιπόν, πριν από την οιδιπόδεια φάση ανάπτυξης, ο ρόλος του πατέρα φαίνεται να είναι σημαντικότερος από αυτόν που συνήθως του αποδίδεται σε σχέση με την κυριαρχία της μητρικής φροντίδας, και αποτελεί για το βρέφος αντικείμενο λιβιδινικής επένδυσης.
Ο Andre Green (2009), διαβάζοντας τον Freud, στρέφει το βλέμμα στο βλέμμα του πατέρα, που από το περιθώριο της σχέσης, παρατηρεί τη δυάδα μητέρα-βρέφος: διακινούνται μέσα του νοσταλγικά αισθήματα για αυτό που οι δυο τους έχουν το προνόμιο να απολαμβάνουν και που έχει χαθεί οριστικά για αυτόν. ‘‘…Το βλέμμα του είναι γεμάτο από τις απειλές του αποχωρισμού και τα αποτελέσματα της απώθησης. Κι αν από όλες τις συστατικές λειτουργίες του υπερεγώ η αυτοπαρατήρηση είναι η πιο σημαντική μπορούμε να την καταλάβουμε ως αποτέλεσμα ενός μηχανισμού αναστροφής-προς-τον-εαυτό του βλέμματος του (δικού του) πατέρα’’. Ο πραγματικός πατέρας συχνά σε αυτή τη φάση πλήττεται ναρκισσιστικά από την υπεραπασχόληση της μητέρας με το βρέφος, το οποίο μπορεί να βιώσει σαν εχθρικό αποστερητικό αντικείμενο. Αναταράσσεται ψυχικά και συχνά κυλά προς την απαγόρευση της αιμομιξίας που επαναφέρει στο προσκήνιο η δυσκολία της σεξουαλικής επανεπένδυσης της σχέσης με το ‘‘γυναικείο’’. Εν τέλει ο ρόλος του απαιτεί επαναπροσδιορισμό και είναι σημαντικός ως προς την επιβολή αυτού που ο Michel Fain (1971) ονομάζει «λογοκρισία της ερωμένης»: η μητέρα στηρίζει την επιθυμία της για τον πατέρα-εραστή και ο πατέρας την αποπλανεί κάνοντας την να ξεχάσει για λίγο το παιδί. Εκείνο, χάνοντας προσωρινά έστω τη μητέρα, θα επενδύσει τον εαυτό του αυτοερωτικά, ταυτιζόμενο ταυτόχρονα και με την επιθυμία της μητέρας για τον πατέρα. Το αποτέλεσμα της απαγόρευσης αυτής είναι η ανάπτυξη των διεργασιών ψευδαισθητικής ικανοποίησης και το πλέξιμο του αναπαραστατικού ιστού που δομεί την εσωτερική μητέρα και την εσωτερική εικονοποιητική σύνθεση της εξωτερικής πραγματικότητας .
Οιδιπόδεια φάση
Το πέρασμα στη φάση του ανταγωνισμού της τριαδικότητας ‘‘μητέρα-πατέρας-παιδί’’, που ονομάζεται οιδιπόδεια φάση και έχει ως βασικά κληροδοτήματα την ολοκλήρωση της δομής του υπερεγώ και την εδραίωση της ψυχοσεξουαλικής ταυτότητας, σημαδεύεται από την παρουσία του πατέρα, ακόμη και εν τη απουσία του, μέσα από το λόγο και την επιθυμία της μητέρας για εκείνον.
Ο Freud υποστηρίζει ότι η μυθολογική κατασκευή του φόνου του «αρχαϊκού πατέρα», με τις συνέπειές της (το ταμπού της αιμομιξίας και την υποχρεωτική εξωγαμία) αποτελεί τη σχηματοποίηση μιας ψυχικής προ-μορφής, μιας προεργασίας απαραίτητης για τη δόμηση στο νου του ανθρώπου του οιδιπόδειου αστερισμού (Σκούλικα, 2013). Ο αρχαϊκός πατέρας της ορδής δολοφονείται από τους γιους, ο Λάιος δολοφονείται από τον Οιδίποδα και ανοίγουν στον Freud το δρόμο της εδραίωσης του «πατρικού συμπλέγματος», της νοσταλγίας και βαθιάς επιθυμίας για τον πατέρα. Νοσταλγία για την κατάσταση της πλήρους ικανοποίησης που υποτίθεται ότι δοκίμαζε ο πατέρας της πρωταρχικής ορδής, και επιθυμία στο μέτρο όπου ο μισητός αυτός γεννήτορας γίνεται μετά τον θάνατό του αγαπητός, μέσα από μια διεργασία ταυτίσεων που είχε ως στόχο τον αμοιβαίο συμβιβασμό των αδελφών για την επιβίωσή τους.
Ο Villa (2013) σημειώνει ότι αν το πατρικό σύμπλεγμα είναι ένα υπόλοιπο των πρωταρχικών ψυχικών υλικών το οποίο δεν μπόρεσε να ψυχικοποιηθεί και φέρει τις ιδιότητες του πατέρα της πρωταρχικής ορδής, εκείνου του σκληρού και βάναυσου προπάτορα, τότε θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από την τυφλή αναζήτηση της ικανοποίησης η οποία αποκλείσθηκε στη συνέχεια από την κοινωνία των αδελφών. Το αποτέλεσμα είναι ότι η επιθυμία αυτή απωθείται και μόνο υπό αυτή την προϋπόθεση πραγματοποιείται ο έλεγχος των ενορμήσεων καθώς και η πολιτισμική διαδικασία της εξατομίκευσης. ‘‘Τρώμε’’ τον αρχαϊκό πατέρα κατά τον Villa ‘‘στο πλαίσιο ενός συμπλέγματος που μας ωθεί να επεξεργασθούμε την ενορμητική απαίτηση για απόλυτη ικανοποίηση, ενσωματώνοντας την οιδιπόδεια επιταγή για αναμονή και ετεροχρονισμό της ικανοποίησης και εντέλει για την αναστολή της. Η άλλη είναι η αναστολή των ενστικτωδών ώσεων. Μια αναστολή της ενορμητικής ικανοποίησης, μια απάρνησή της που ίσως σχετίζεται με την πρωταρχική απώθηση του Freud’’ (Σκούλικα, 2013).
Επιστρέφοντας στον Jacques Lacan, που διακήρυξε την επιστροφή στον Freud, ο συμβολικός Πατέρας αποτελεί μια συμβολική θέση, λειτουργώντας σαν τον νεκρό αρχέγονο πατέρα που θα επιβάλει τον νόμο του αναδρομικά, αφού έχει φαγωθεί (ενδοβληθεί) από τους γιους. Η σημαντική λειτουργία του πατέρα σε αυτή τη φάση είναι η επιβολή του Νόμου και η ρύθμιση της επιθυμίας. Ο Πραγματικός πατέρας αναγορεύεται σε Συμβολικό Πατέρα, καθώς αντιπροσωπεύει τον νόμο κατέχοντας το αντικείμενο της επιθυμίας της μητέρας, το φαλλό. Αυτή η σημαίνουσα λειτουργία του πατέρα, που ο Lacan ονόμασε ‘‘Όνομα του Πατέρα’’, οδηγεί το παιδί στην ουσιαστική παραδοχή ότι δεν είναι το ίδιο ο φαλλός της μητέρας αλλά ούτε τον έχει, όπως δεν τον έχει και η μητέρα του, κι έτσι εισάγεται στο σύμπλεγμα ευνουχισμού. Η λύση του οιδιπoδείου έρχεται εφόσον ένας δοτικός πατέρας ως προς τη μητέρα, επενδύεται με τη φαλλική ιδιότητα, ως αυτός που «έχει», και όχι που «είναι» ο φαλλός (Safouan, 2005).
Η δυνατότητα που ανοίγει το «έχειν» αφορά το δρόμο των ταυτίσεων μιας και ωθεί το παιδί να βγει οριστικά από τη θέση του «είμαι ο φαλλός της μητέρας». Μέσω αυτών των ταυτίσεων θα αποκτήσει την σεξουαλική του ταυτότητα. Το αγόρι θα ταυτισθεί με τον πατέρα, που υποτίθεται ότι έχει το φαλλό. Αυτή η μεταφορά του φαλλικού αντικειμένου σε ‘‘Όνομα του Πατέρα’’, η ‘‘Πατρική μεταφορά’’, θα εισάγει το παιδί στον συμβολισμό. Θα εισάγει δηλαδή το παιδί στον Λόγo, στην πολιτισμική πραγματικότητα, προφυλάσσoντάς το από την ψύχωση. Ο τιμωρητικός πατέρας της οιδιπόδειας φάσης σώζει το γιο από τις παιδικές παραισθήσεις, όντας ο ίδιος η πρώιμη προσωποποίηση της αρχής της πραγματικότητας (Blos, 2013). Η εισαγωγή στον λόγο προάγει το παιδί από αντικείμενο της επιθυμίας του Άλλου, σε υποκείμενο, μέσα από την αποδοχή του ‘‘Νόμου του Πατέρα’’, μέσω της λήθης: το αγόρι θα απωθήσει την επιθυμία για τη μητέρα στο ασυνείδητο. Ο Lacan (1982) έλεγε χαρακτηριστικά: « Το πράγμα πρέπει να χαθεί για να αντιπροσωπευθεί». Ο νόμος της απαγόρευσης της αιμομιξίας λοιπόν επιβάλλεται από τον πατέρα μέσω του συμβολικού ευνουχισμού, που αποτελεί βασικό οργανωτή του ψυχισμού ωθώντας σε μετουσιωτικές αναπληρώσεις της έλλειψης, μιας και έχει ένα προοπτικό κέρδος: το αγόρι μεταθέτει την επιθυμία σε άλλα ερωτικά αντικείμενα εκτός της μητέρας και «χάνοντας μία κερδίζει δέκα» όπως εύστοχα σημειώνει ο Jacques André.
Οι Νόμοι λοιπόν, θεσμοθετημένοι από τον πατέρα μέσω της γλώσσας, πέρα από πραγματικά επιτεύγματα είναι και συμβολικά. Πίσω από τον πραγματικό πατέρα είναι σαν να κρύβεται ένας φαντασιακός πατέρας, θεματοφύλακας των νόμων, τον οποίο μπορεί να φέρει και η μητέρα. Υπό το πρίσμα αυτό, ό,τι θαυμάζει κανείς στον πραγματικό του πατέρα δεν είναι τίποτε άλλο από τη μυθολογική θεοποιημένη εικόνα του (Green, 2009). Πάνω από τον πατέρα υπάρχει τo «Όνομα του Πατέρα». Αυτό που εκπροσωπεί ο πατέρας διαμορφώνεται σε μια εσωτερική δομή, το περίφημο ‘‘υπερεγώ’’. Ο νόμος αφορά φυσικά τον πατέρα μιας και αυτός περιορίζει την απόλαυση, είναι όμως και αυτός που την αντιπροσωπεύει στην απόλυτή της μορφή, μιας και στην αρχαϊκή εκδοχή της κυριαρχίας του επί της πρωτόγονης ορδής είναι αυτός που δεν υπόκειται στον ευνουχισμό. Υπό αυτή την έννοια, η σεξουαλική ‘‘ευζωία’’ του αγοριού χαρτογραφείται πάνω στα σημάδια αυτού του αρχέγονου πατέρα που εξαιρείται του ευνουχισμού.
Ο «νεκρός πατέρας», μετά τον εξιδανικευμένο πατέρα της πρωτογενούς ταύτισης και τον οιδιπόδειο πατέρα που ευνουχίζει, είναι μια πανανθρώπινη αναγκαιότητα και η έλλειψή του, σύμφωνα με τον Λακάν, μπορεί να οδηγήσει στην παράνοια (περίπτωση προέδρου Schreber του Freud, όπου ο πρόεδρος Schreber αδυνατώντας να ξεπεράσει την κυριαρχία του τυραννικού αρχαϊκού πατέρα του, δημιουργεί μια παρανοειδή μεγαλομανιακή γενεαλογία συνδεόμενος με τον θεό) ή σε σεξουαλικές διαστροφές όπου επιδιώκεται η άρνηση της διαφοράς των φύλων και του ευνουχισμού.
Η ‘‘πατρικότητα’’ της σκέψης
Συχνά παρατηρείται στο εκπαιδευτικό περιβάλλον μια έντονη άρνηση απέναντι στη γνώση και την παιδαγωγική διαδικασία εν γένει, που βαφτίζεται συχνά δυσλεξία, μαθησιακή διαταραχή, υπερκινητικότητα. Αυτό συχνά δεν είναι τίποτε άλλο από μια απόδειξη ότι το ενορμητικό περιβάλλον λειτουργεί με κατακλυσμιαίο τρόπο. Τα συναισθήματα επιτίθενται στις αναπαραστάσεις παραλύοντας τις διαδικασίες της σκέψης. Οι πρώιμες δυαδικές σχέσεις κυριαρχούνται από την διχοτόμηση καλού και κακού αντικειμένου. Πολλές φορές η σκέψη καθηλώνεται σε αυτό τον στείρο δυισμό με αποτέλεσμα η επεξεργασία σύνθετων αντικειμενικών και ψυχικών καταστάσεων να υπόκειται σε αυτή τη διχοτόμηση. Η τριαδικότητα των σχέσεων αντικειμένου εκ των πραγμάτων προωθεί τη σκέψη σε ανώτερο επίπεδο. Η πατρική αναπαράσταση και η πατρική λειτουργία είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τη διαδικασία της σκέψης μέσω της έννοιας του Tρίτου. Το τριπλό της χεγκελιανής διαλεκτικότητας, με τη μορφή θέσης-αντίθεσης και σύνθεσης συναντά την εφαρμογή της στο ψυχικό πεδίο.
Για τον Bion (1959) η ανάπτυξη του ψυχισμού συνδέεται με την ικανότητα να σκεπτόμαστε τις συναισθηματικές εμπειρίες. Η ανάπτυξη της σκέψης αφορά την συναισθηματική εμπειρία που προκύπτει από τη σύνδεση. Όταν σύμφωνα με τον Bion κυριαρχούν τα ‘‘στοιχεία β’’’ (ανεπεξέργαστο ενορμητικό υλικό του βρέφους) και οι επιθέσεις στη ‘‘λειτουργία α’’’ (επεξεργασμένες λειτουργίες ‘‘ανθρωποποιημένες’’ από τη μητέρα) υποκινούνται από το μίσος η το φθόνο, καταστρέφουν τη δυνατότητα της επαφής είτε με τον εαυτό ή τον άλλον ως ζων αντικείμενο. Τότε η λειτουργία του ‘‘σχετίζεσθαι’’ που δομεί τη γνώση αποτυγχάνει και τα δύο αντικείμενα δεν συνασπίζονται ώστε να παράξουν ένα νέο ψυχικό αντικείμενο. Έτσι παράγεται αυτό που ο Bion ονομάζει ‘‘συνδεση –Κ’’ (Minus Knowledge) που ειναι μηχανισμος αντι-σκέψης και αντι-γνώσης. ‘‘Όταν γίνεται η εξιδανίκευση των καταστάσεων μη γνώσης του ψυχισμού, ο εαυτός ταυτίζεται με ένα υπεροπτικό αντικείμενο (superior object) που στηρίζει την υπεροψία και του φταίνε τα πάντα. Αυτό μπορεί να εκφράζεται με μεγαλεπιβόλες φαντασιώσεις παντοδυναμίας και παντογνωσίας και το άτομο νιώθει ότι είναι άτρωτο και δεν βιωνει το φθόνο που το κατατρώει. Ο φθόνος υπάρχει αλλά δεν βιώνεται. Η ‘‘σύνδεση –Κ’’ απορρέει από έναν υπερβολικό φθόνο και απληστία και είναι επιζήμιο για τη μάθηση και την νοητική ανάπτυξη. ‘‘Η σύνδεση –Κ’’ λέει ο Bion ‘‘είναι μια κατάσταση ηθικής ανωτερότητας χωρίς ήθος’’.
Αν υπάρχει απουσία της ικανότητας σύνδεσης, όταν απουσιάζει η αναπαράσταση του πατέρα ως έλλειψη και έχει καταργηθεί η διάσταση του Τρίτου στον ψυχισμό, δεν επιτρέπεται στο άτομο ούτε να διατηρήσει το συναίσθημα ούτε να δώσει νόημα στις σκέψεις. Σε αυτή την περίπτωση λεει ο Bion (1958), η σκέψη παρεμποδίζεται από την αλαζονεία και τη βλακεία (‘‘arrogance and stupidity’’). Μέσω της αλαζονείας το άτομο ταυτίζεται με την σαδιστική υπερεγωτική φιγούρα ενώ η βλακεία εκφράζει την άρνηση της εξωτερικής πραγματικότητας, σαν το υπερεγώ να καταργεί την ‘‘εγωτική’’ αρχή της πραγματικότητας. Η αρχή της πραγματικότητας μπορεί να επηρεαστεί όταν παράλληλα με την εσωτερική διάσταση του φθόνου που επιτίθεται στους δεσμούς, υπάρχει και μια περιβαλλοντική ανεπάρκεια που εμποδίζει την υγιή χρησιμοποίηση των πρωτόγονων μηχανισμών της σχάσης και της προβλητικής ταύτισης (Bion, 1962a).
Αρνητικό οιδιπόδειο και εφηβεία
Στην εφηβεία, η ορμονική πλημμύρα και η μυϊκή θωράκιση φέρνουν την ενστικτική αναζωπύρωση στο κέντρο της ψυχικής διεργασίας του εφήβου, κάνουν τη σεξουαλική σκηνή και τα άγχη που αυτή επιφέρει πιθανότερη από ποτέ, αναδιατάσσοντας τη θέση του αγοριού απέναντι στον πατέρα. Η σχέση τους περιγράφεται συχνά με πολεμικά χρώματα και η σύγκρουση αυτή μεταφράζεται συνήθως στην ψυχαναλυτική σκέψη ως μια σύγκρουση με τον εγγυητή της απαγόρευσης της αιμομιξίας. Η σύγκρουση αυτή πέρα από την αντίθεση με τον πραγματικό πατέρα μπορεί να πάρει τη μορφή σύγκρουσης με τα συμβολικά πατρικά υποκατάστατα (κανόνες και εξουσία, καθηγητές, αστυνομικούς, πολιτικούς, ιατρικό κατεστημένο, κλπ). Ο έφηβος διακατέχεται από την ασυνείδητη επιθυμία κατάργησης του νόμου και θανάτωσης του φαντασιακού πατέρα. Στο θυελλώδες αυτό στάδιο της εφηβείας, το αγόρι ‘‘σκοτώνει’’ τον πατέρα προκειμένου να τον επανεγκαταστήσει μέσα του, διασώζοντας τελικά τον Νόμο. Ωστόσο, όταν ο πατέρας αφήνεται να θανατωθεί, είτε από τη φαλλική επιθετικότητα της μητέρας είτε από τη δική του θνησιγενή παθητικότητα, η παθολογική συμπεριφορά και η πραγματική σύγκρουση με το νόμο γίνονται ορατές (παραβατικότητα, ψυχοπαθητικές εκδηλώσεις, τοξικομανία κλπ).
Ένα πρώτο βλέμμα στην εφηβεία φωτίζει τη μετάθεση της οιδιπόδειας προβληματικής, με την ετεροφυλόφιλη αναζήτηση ερωτικού αντικειμένου εκτός της οικογένειας. Ωστόσο, η ανοργάνωτη και καταναγκαστική σεξουαλική δραστηριότητα της εφηβείας και το έντονο άγχος που συνδέεται με την παθητικότητα, φαίνεται να έχουν έναν αμυντικό χαρακτήρα, απάντηση στην επανεμφάνιση του αρνητικού συμπλέγματος, της τρυφερής δηλαδή ταύτισης με το γονιό του ίδιου φύλου.
Όπως αναφέρθηκε ο πατέρας εκτός από τις απαγορεύσεις που επιβάλει, παρέχει την προστασία και τη γεμάτη φροντίδα αγάπη που σχηματοποιούν μια ψυχική ασπίδα που προφυλάσσει το παιδί από τον τρομακτικό κόσμο (Freud, 2011). Μέσα από την επιβεβαίωση της αποδοχής του πατέρα εγκαθιδρύεται ο λιβιδινικός δεσμός μαζί του. Σύμφωνα με τον Blos (2013), ενώ το θετικό σύμπλεγμα λύνεται δίνοντας τη θέση του στη νηνεμία της λανθάνουσας περιόδου, το αρνητικό σύμπλεγμα διατηρείται αναλλοίωτο μέχρι την εφηβεία. Το αγόρι στην εφηβεία κάνει μια φυγή προς τον πατέρα, υπό την μορφή μιας αμυντικής φύσεως αντιδραστικότητας και επιθετικότητας που ασυνείδητα στοχεύουν στη δημιουργία συνθηκών προστατευτικής οικειότητας μαζί του.
Ο Blos, μακριά από τον φροϋδικό αρχαϊκό πατέρα και την προβληματική της ενόρμησης του θανάτου, προτείνει ότι: όπως η λύση του θετικού οιδιπόδειου εγκαθιστά τη δομή του ‘‘υπερεγώ’’, έτσι και η οριστική λύση του αρνητικού συμπλέγματος στο τέλος της εφηβείας, έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία της δομής του ενήλικου ‘‘Ιδεώδους του Εγώ’’.
Όπως σημειώνει ο Blos (2013) το ‘‘παιδικό ιδεώδες του Εγώ’’ είναι συγγενικό της εξιδανίκευσης του αντικειμένου, και βρίσκεται στην αφετηρία της λιβιδινικής αποδέσμευσης που φέρνει την υποχώρηση του οιδιπόδειου συμπλέγματος. Το ‘‘ενήλικο Ιδεώδες του Εγώ’’ είναι μια δομή ακλόνητη, ανέγγιχτο από την αμφιθυμία, και φυλάσσεται ως αγαπημένο προσωπικό χαρακτηριστικό, του οποίου οι αρχαϊκές ρίζες βρίσκονται στην προσκόλληση με τον πατέρα. Οι απολήξεις του ωστόσο αφορούν την τελική λύση της λιβιδινικής προσκόλλησης με τον πατέρα. Το λιβιδινικό φορτίο που αποδεσμεύεται από την ένωση με τον πατέρα θα επενδυθεί στην ετεροφυλοφυλική σχέση. Μπορούμε να ανιχνεύσουμε τις φαινομενολογικές εκδηλώσεις του Ιδεώδους του Εγώ στην εγω-συντονική εξιδανικευτική και γεμάτη αφοσίωση λατρεία από τον έφηβο, ηρώων και σταρ αρσενικού γένους.
Αυτό που παρατηρείται στην εφηβεία είναι η επανάληψη της ποιότητας της προοιδιπόδειας συνθήκης που περιγράφηκε πιο πάνω, όπου ο πατέρας είναι αντικείμενο προνομιακής λιβιδινικής επένδυσης από το αγόρι, προκειμένου να αντισταθμιστεί το άγχος της έλξης για το επικίνδυνο θηλυκό. Η φαινομενολογία των δυνάμεων ‘‘έλξης-προς’’ και ‘‘απόσυρσης-από’’ το αντικείμενο, αποκαλύπτει τη βαθύτερη διεργασία διαμόρφωσης της σεξουαλικής ταυτότητας. Και όταν η εφηβεία έχει αφήσει τα ίχνη της, φαίνεται να χρωματίζει με έντονα χρώματα το ψυχικό περιβάλλον ενήλικων αντρών, όπως αυτό ξεδιπλώνεται στη θεραπευτική σκηνή. Συχνά οι αναλύσεις ενηλίκων φανερώνουν τα ιδιαίτερα (αναμνησιακά ή επίκαιρα) χαρακτηριστικά μιας σχέσης «απόστασης» με τον πατέρα, με την σφραγίδα ενός άσβεστου μίσους, μέσα σε ένα μείγμα θαυμασμού και υποταγής, με φόβο απόρριψης και μνησικακίας, με τελική επίγευση ένα αίσθημα απογοήτευσης (Blos, 1997).
Η τελική λύση της εφηβείας φαίνεται να αποδυναμώνει τα αμυντικά χαρακτηριστικά της ανώριμης προσκόλλησης στο άλλο φύλο και να οδηγεί σε μια διαφορετικής φύσης προσκόλληση, και στην αναγνώριση της συνολικής οντότητας και ετερότητας της συντρόφου και στην εδραίωση μιας σταθερής ενήλικης προσωπικότητας (Blos, 2013). Στην περίπτωση που το αρνητικό σύμπλεγμα δεν υπερκεραστεί, με τη συμβολική πατροκτονία και αποεξιδανίκευση του πατέρα, η συναισθηματική ανάπτυξη καθηλώνεται και έτσι ανοίγει ο δρόμος για την οριστική νεύρωση, που στην εφηβεία δεν έχει τη δυνατότητα να δομηθεί. Υπό ένα διαγενεαλογικό πρίσμα, σε αυτή την αποτυχία της διεργασίας του αρνητικού οιδιπόδειου μπορεί συχνά να παίζει ρόλο ο πατέρας που είναι έντονα προσκολλημένος στον γιο, σβήνοντας με την εγγύτητα που διεκδικεί, τη δίψα για το δικό του πατέρα. Η επεξεργασία της καταπιεσμένης παθητικότητας εκ των υστέρων στην αναλυτική διαδικασία, επιτρέπει τη μετάλλαξη της αποδιοργανωμένης αντιδραστικότητας σε οργανωμένη συμπεριφορά προσαρμογής που εδραιώνει μια αρμονική και σταθερή αίσθηση εαυτού.
Με την έννοια που ο Blos (1997) χρησιμοποιεί και σκέφτεται τη διπλής φάσης λύση του οιδιπόδειου, θετικού και αρνητικού, μοιάζει εύλογη η ανάπτυξη στην εφηβεία με τη λύση του αρνητικού οιδιπόδειου των εξελιγμένων επιπέδων σκέψης, που αφορούν τις ιδέες, την έλξη προς το αφηρημένο, την ιδεολογία, τη φιλοσοφία, την επιστήμη. Ίσως ωστόσο αφορούν σε ένα παράλληλο επίπεδο, μια δυνατότητα για διφυλετική απαρτίωση, μέσα από την αποδοχή και τη μετάθεση στο πεδίο της γνώσης, της θηλυκής πλευράς της ψυχικής διφυλετικότητας, που αποκαθιστά τη λειτουργία της οιδιπόδειας τριαδικότητας στον ψυχικό χώρο, και την οποία εικονοποιεί και συμβολοποιεί η ιδιαιτερότητα του θηλυκού περιέχοντος σεξουαλικού σώματος. Έτσι, τα σπέρματα της γνώσης γίνονται αποδεκτά προς γονιμοποίηση και γέννηση ιδεών και γνωστικών συνδέσεων, ενώ μια αντιδραστική υπομανιακή υπερ-φαλλική τοποθέτηση σε σχέση με το περιβάλλον, τη δράση, και τη σκέψη θα μπορούσαμε να πούμε ότι οδηγεί σε μια ‘no entry’’, ανορεξικής υφής, απόρριψη της σκέψης και της εισροής γνώσης.
Τελειώνοντας, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι συχνά στις ψυχοθεραπείες εφήβων και νεαρών ενηλίκων αντρών παρατηρείται η εκδήλωση ψυχικών φαινομένων που φέρνουν στο προσκήνιο την ψυχαναλυτική προβληματική της ψυχικής διφυλετικότητας. Η άρνηση της θηλυκότητας παρατηρείται συχνά ως αντίσταση στην υποδεκτικότητα του λόγου του θεραπευτή-Άλλου εντός του ψυχικού οργάνου. H άρνηση του εσωτερικού αναδιπλασιασμού του Άλλου ώστε να επιτευχθεί η ανάπλασή του σε εσωτερικό αντικείμενο, καθιστά τη σχέση αδύνατη. Ο Αναλυτικός Τρίτος προάγει την ελευθερία και εισάγει τη λύση τόσο για τις ναρκισσιστικές όσο και για τις οιδιπόδειες σχέσεις αντικειμένου.
Πολλοί συγγραφείς υπογραμμίζουν τη σημασία της διενέργειας περιγραφικών ερμηνειών που απεικονίζουν όσο το δυνατόν ακριβέστερα την ψυχική κατάσταση του ασθενούς, με μια δομούσα επενέργεια που προσεγγίζει κατά το δυνατόν, την ανεπίτευκτη αλήθεια. Ειδικότερα σε περιπτώσεις αρχαϊκής ψυχικής οργάνωσης όπου το ναρκισσιστικό κέλυφος τείνει να απορροφήσει την αναλυτική οντότητα, ώστε συνταιριασμένη με τα εσωτερικά αντικείμενα να καταργηθεί ως ‘‘Άλλος’’, απαιτείται ο διαδραστικός επαναπροσδιορισμός του θεραπευτικού λόγου μιας και η παραδοσιακή κίνηση του θεραπευτή στον άξονα της ερμηνείας, δεν ευνοεί την θεραπευτική σχέση, ιδιαίτερα στα πρώτα της αναπτυξιακά βήματα. Ίσως η αναλυτική δυάδα θεραπευτή-ασθενούς παλινδρομημένη σε μια ex nihilo αυτοδημιουργία, αποσυγχωνεύεται συγχωνευόμενη, σε συμφωνία με τον τρόπο που η Πιέρα Ωλανιέ θ(ε)ωρεί την ψυχή να δημιουργεί δημιουργούμενη, να εικονίζει εικονιζόμενη, δανειζόμενη παραστάσεις από την κυρίαρχη βρεφική αισθητηριακότητα που συνενώνει την ψυχή με το σώμα (Στεφανάτος, 2017).
Σε αυτό το αναπτυξιακό ταξίδι ο αναλυτής πολλές φορές πρέπει να προσπαθήσει να μαντέψει αυτό που ο ασθενής δεν θα τολμούσε να πει στον εαυτό του (Green, 2009). Η λεκτική επικοινωνία ιδιαίτερα στα αρχικά στάδια της θεραπείας προκαλεί δυσφορία: «Τι θα πω», «πως θα ακουστεί», «λεω βλακείες», «σας μπερδεύω». Οι λέξεις δύσκολες, προσπαθούν να σχηματιστούν, απαιτούν να βρουν διανοητικό επιστέγασμα στη σκέψη του αναλυτή, που αντηχεί το βίωμα και το λόγο του ασθενούς. Το ψυχαναλυτικό περιβάλλον, η ίδια η αναλυτική ερμηνευτική διαδικασία, αντιμετωπίζεται συχνά ως ένα συμβολικό πατρικό σύστημα. Η αναλυτική προϋπόθεση της λεκτικής ελευθερίας φέρνει μέσα από τη μοναξιά του κενού, τη γέννηση των συναισθημάτων και των σκέψεων και την αμοιβαία κατασκευή νοημάτων. Αυτό όμως που γεννιέται ουσιαστικά είναι ο αναλυτικός Τρίτος, που ως πατρικό διακύβευμα εισάγει το διαχωρισμό σε ένα ψυχικό χώρο υπό καθεστώς χαοτικής και αξεδιάλυτης συγχώνευσης με το μητρικό αντικείμενο, ανοίγοντας εκ των υστέρων το δρόμο για τον απεγκλωβισμό του ψυχικού περιβάλλοντος από τη βαριά σκιά του παρελθόντος.
Βιβλιογραφία
Anzieu-Premmeneur, C (2009). Ch. 6. ‘The Dead Father Figure and the Symbolization Process’.
In: Kalinich L. & Taylor, S. (eds). The Dead Father: A Psychoanalytic Inquiry. London:
Routledge, pp. 111-120.
Bion, W.R. (1958), On arrogance, Intern. J of Psychoanal, 39: 144-46
Bion, W.R. (1959), Attacks on Linking. Int. J. Psycho-Anal., 40:308-315.
Bion, W.R. (1962a) The Psycho-Analytic Study of Thinking. Int. J. Psycho-Anal., 43:306-310
Bion W.R. (1962b). Learning from Experience, Karnac Books, London, 3rd printing 1991.
Bloss, P. (1997) Son and father. In: Breen, D (ed)The Gender Conundrum, Routledge.
Bloss. P. (2013), Πατέρας και γιος, στο: Στεφανάτος, Γ. (επιμέλεια), Ψυχανάλυση και εφηβεία,
κλινικά και θεωρητικά ορόσημα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
Britton, R. (2002). Forever father’s daughter: the Athene - Antigone complex In: Trowell J. and
Etchegoyen A., (eds) the Importance of Fathers a Psychoanalytic Re-evaluation.,
Brunner-Routledge.
Diamond, M.J. (1998), Fathers and Sons: Psychoanalytic Perspectives on "Good Enough"
Fathering Throughout The Life Cycle. Gender and Psychoanalysis, Jan. 1998
Faulkner, J. (2005) Freud’s concept of the death drive and its relation to the superego, An
Internet Journal of Philosophy Vol. 9 2005.
Fain, M. (1971), Prélude à la vie fantasmatique. Revue française de psychanalyse, XXXV, 2-3,
1971, 291-364.
Faimberg, H. (2013), The “As-Yet Situation” in Winnicott's “Fragment of an Analysis”: Your
Father “Never Did You the Honor of”… Yet. Psychoanalytic Quarterly, 82(4):849-875.
Ferenczi, S. (1932). Confusion of the Tongues Between the Adults and the Child-(The Language
of Tenderness and of Passion). Δημοσιευμένο το 1949. Int. J. Psycho-Anal., 30 : 225-230
Freud, S. (1911). Formulations on the Two Principles of Mental Functioning. Hogarth Press.
Freud ,S. (1933). New Introductory Lectures on Psychoanalysis, Hogarth Press
Freud, S (1978), Τοτέμ και ταμπού, Επίκουρος.
Freud, S. (1997), Ο άνδρας Μωυσής και ο μονοθεϊσμός. Επίκουρος
Freud, S. (2011), Το μέλλον μιας αυταπάτης, Νίκας / Ελληνική Παιδεία Α.Ε.
Flynn, D. (2002). The adoptive father In the Importance of Fathers a Psychoanalytic Re-
evaluation. In: Trowell J. and Etchegoyen A., (eds) the Importance of Fathers a Psychoanalytic Re-evaluation,Brunner-Routledge.
Green, A. (2004), Thirdness and psychoanalytic concepts, TOC Volume LXXIII, Issue 1, Jan
2004, p. 99-135.
Green, A. (2009), The construction of the lost father. In: Kalinich L. & Taylor, S. (eds), The Dead
Father: A Psychoanalytic Inquiry. London: Routledge.
Hartke, P. (2016) The Oedipus complex: A confrontation at the central cross-roads of
psychoanalysis. Intern. J. Psychoanal (2016) 97:893–91.
Laplanche, J. (1987), Nouveaux fondements pour la psychanalyse, Paris: P.U.F.
Loupe, A. (2013) Οιδίπους σε διαδικασία εξέλιξης, περίληψη Δ. Εμπέογλου, Δελτίο της
Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, τεύχος 49.
Lowewald, H.W. (1951), Ego and reality, Intern. J. Psychoanal, 32, 10-18.
Mahler, M.S. (1955), On symbiotic child psychosis, Psychoanalytic study of the child, 10, 195-
212.
Lacan, J. (1982), To σεμινάριο του Ζακ Λακαν: Βιβλίο ΧΙ: Οι τέσσερις θεμελιακές έννοιες της
ψυχανάλυσης, Κέδρος-Ράππα.
Ogden, H. T. (2006). Reading Loewald: Oedipus reconceived. Intern. J. Psychoanal, 87, 651–
666
Perelberg, R.J (2009) Murdered father; dead father: Revisiting the Oedipus complex.
Intern. J. Psychoanal (2009) 90:713–732
Ross, J.M. (1982) Oedipus revisited: Laius and the ‘‘Laius complex’’, Psychoanalytic study of
the child,37, 169-200.
Safouan M. (2005) Λακανιάδα, Τα σεμινάρια του Ζακ Λακάν 1953-1963, Κέδρος
Σκούλικα, Α. (2013), Σκέψεις από τις εισηγήσεις των Delourmel, C.: «Από τη λειτουργία του
πατέρα στην πατρική αρχή» και Villa, F. : «Ο πατέρας: μια αρχαϊκή κληρονομιά;» Το ζήτημα του πατέρα στην ψυχανάλυση. 73ο Συνέδριο Γαλλόφωνων Ψυχαναλυτών 2013, Δελτίο της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, τεύχος 49.
Villa, F. (2013), Ο πατέρας. Μια αρχαϊκή κληρονομιά? Περίληψη Α. Σκούλικα, Δελτίο της
Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, τεύχος 49.