από τη Μάγδα Χατζηδημήτρη
Στα Τρία Δοκίμια για τη θεωρία της σεξουαλικότητας ο Freud (1905) παρουσιάζει τις βασικές θέσεις του για τη θηλυκότητα, και αναφέρεται στην ύπαρξη ως την εφηβεία, ενός σεξουαλικού μονισμού και στα δύο φύλα. Τόσο το μικρό αγόρι, όσο και το μικρό κορίτσι θεωρούν ότι το μόνο όργανο που υπάρχει είναι το ανδρικό γεννητικό όργανο: το πέος για το αγόρι και το αντίστοιχο του στο κορίτσι, η κλειτορίδα: “Η σεξουαλικότητα των μικρών κοριτσιών έχει ένα χαρακτήρα κυρίως ανδρικό.” Ωστόσο έρχεται η στιγμή- γύρω στην ηλικία των τεσσάρων ετών- όπου το αγόρι θα αντιληφθεί ότι τα κορίτσια δεν είναι όπως αυτό, ότι δεν κατέχουν πέος, ενώ το κορίτσι θα αντιληφθεί ότι του λείπει κάτι. Το αγόρι θα τρομάξει διαπιστώνοντας ότι υπάρχουν όντα χωρίς πέος και θα ερμηνεύσει αυτή την απουσία ως ευνουχισμό και θα φοβηθεί το ενδεχόμενο να του συμβεί το ίδιο. Το κοριτσάκι θα σκεφτεί επίσης ότι ευνουχίστηκε και θα έχει την επιθυμία να είναι αγόρι. Ο Freud θέτει στα Τρία Δοκίμια την ύπαρξη του άγχους ευνουχισμού και στα δύο φύλα και του φθόνου του πέους στα κορίτσια.
Ο Freud τόνισε ότι η πρώτη αγάπη του κοριτσιού είναι η μητέρα και πασχίζοντας να την κατέχει, το μικρό κορίτσι κινείται σαν μικρός άντρας. Πώς το κορίτσι εγκαταλείπει την αρχική προσήλωση στη μητέρα και πώς επιλέγει τον πατέρα ως αντικείμενο; Κατά τον Freud, η συνειδητοποίηση της έλλειψης του φαλλού στρέφει το κορίτσι εναντίον της μητέρας του, με την κατηγορία ότι δεν του έδωσε ένα πέος (και ως εκ τούτου δεν μπορεί εκείνο να δώσει στη μητέρα αυτό που επιθυμεί). Στρέφεται προς τον πατέρα με την ελπίδα ότι θα πάρει από εκείνον αυτό που της λείπει. Η ανακάλυψη του ευνουχισμού οδηγεί το κορίτσι στην παραίτηση από τον κλειτοριδικό αυνανισμό (ο οποίος για τον Freud παρατηρείται σε 3 φάσεις: στη βρεφική ηλικία, γύρω στην ηλικία των τεσσάρων ετών και στην εφηβεία) και επομένως από τη φαλλική του δραστηριότητα. Αυτό ανοίγει τον δρόμο προς την παθητικότητα και την προσήλωση στον πατέρα. Η φυσιολογική όμως οιδιπόδεια κατάσταση κατά Freud (1931) “δεν εδραιώνεται πραγματικά παρά μόνον όταν η επιθυμία του πέους αντικατασταθεί από την επιθυμία να αποκτήσει ένα παιδί…(που είναι)...υποκατάστατο του πέους”. Με άλλα λόγια ο φθόνος του πέους υποκαθίσταται από τη φαντασίωση ότι το κορίτσι θα δεχτεί ένα παιδί από τον πατέρα στη βάση της συμβολικής εξίσωσης πέος=παιδί. Η επιθυμία για κατοχή του πέους και να δεχθεί ένα παιδί από τον πατέρα παραμένουν στο ασυνείδητο και συμβάλλουν στην εφηβεία στη σταθεροποίηση της θηλυκής ταυτότητας.
Ανάμεσα στους ψυχαναλυτές που διαφώνησαν με τις απόψεις του Freud για τη γυναικεία σεξουαλικότητα συγκαταλέγονται η Karen Horney (1926) και ο Ernest Jones (1935). Επικαλέστηκαν την “πρωτογενή θηλυκότητα”. Δηλαδή, πιστεύουν ότι ο Freud έκανε λάθος στην ιδέα του ότι το κορίτσι είναι ένας μικρός άντρας. Αντίθετα, για αυτούς, το μικρό κορίτσι γνωρίζει από νωρίς ότι είναι κορίτσι και γνωρίζει από τις σωματικές αισθήσεις την ύπαρξη του κόλπου. Πιστεύουν επίσης ότι υπάρχει στα κορίτσια ένας εγγενής ετερόφυλος προσανατολισμός βιολογικού χαρακτήρα εν αντιθέσει με τον Freud ο οποίος πιστεύει ότι ο δρόμος προς την ετεροφυλοφιλία για τη γυναίκα βασίζεται σε αυτή την πρώιμη απογοήτευση και όχι στη βιολογία. Για τους συγγραφείς αυτούς, οι περιπτώσεις όπου ο κόλπος δεν αναγνωρίζεται ερμηνεύεται ως άμυνα, δηλαδή ως μια άρνηση η οποία πηγάζει από θεμελιώδεις φόβους για το εσωτερικό του θηλυκού σώματος. Για τη Melanie Klein (1932) αυτός ο φόβος συνδέεται με την ασυνείδητη επιθυμία του κοριτσιού να επιτεθεί στο εσωτερικό του σώματος της μητέρας και να της κλέψει τα παιδιά ή το πέος που νομίζει ότι κατέχει.
Στη Γαλλία η Chaseguet - Smirgel (1964) , εισηγήθηκε με άλλους συγγραφείς την επανεξέταση των θεωριών για τη γυναικεία σεξουαλικότητα κρατώντας όμως την προσέγγιση του Freud σε σχέση με το ασυνείδητο. Επηρεασμένοι από τις ιδέες της Klein, οι συγγραφείς της συλλογής αυτής υποστηρίζουν ότι τα μικρά κορίτσια γνωρίζουν την ύπαρξη του κόλπου από νωρίς και ότι ο φθόνος του πέους απορρέει κυρίως από τη σύγκρουση με τη μητέρα και την επιθυμία του κοριτσιού να αποδράσει από τον έλεγχο και τη δύναμη που της προσδίδει. Ο φθόνος του πέους και η επιθυμία να κατέχει το κορίτσι το αντρικό όργανο είναι μια επανάσταση απέναντι στη μητέρα. H Joyce McDougall (1981) υποστηρίζει ότι η επιθυμία του κοριτσιού να κατέχει ένα πέος μπορεί να πηγάζει από την επιθυμία της να αποκαταστήσει τη μητέρα της και ότι αυτό είναι ένας παράγοντας στις ομοφυλόφιλες σχέσεις. H ίδια συγγραφέας υποστήριξε ότι η γυναικεία ομοφυλόφιλη αγάπη θα πρέπει να εσωτερικευθεί στον ψυχισμό για να μπορέσει μια γυναίκα να καταφέρει να έχει μια ισορροπημένη θηλυκή φύση. Η Janine Chasseguet - Smirgel (1981) υποστηρίζει ότι οι περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει επίγνωση της ύπαρξης του κόλπου στην πρώιμη παιδική ηλικία είναι αποτέλεσμα θηλυκής ενοχής την οποία ονομάζει “ενοχή ενσωμάτωσης”. Για να καταφέρει να κρατήσει τον πατέρα σε μια εξιδανικευμένη θέση -αφού εγκατέλειψε τη μητέρα της- το κορίτσι καταστέλλει την επιθετικότητα της προς εκείνον. Για τη Smirgel, αυτός είναι και ο λόγος όπου οι γυναίκες δυσκολεύονται να διαπρέψουν σε τομείς οι οποίοι αποκτούν μια ασυνείδητη φαλλική σημασία ακριβώς γιατί μια πιθανή επιτυχία στους τομείς αυτούς βιώνεται ασυνείδητα ως ευνουχισμός του πατέρα.
O Freud, ένας άντρας, έδωσε έμφαση σε αυτό που λείπει στη γυναίκα, στο τραυματισμένο της θήλυ και τα πεπρωμένα του. Η Klein, μια γυναίκα, έδωσε έμφαση σε αυτά που η γυναίκα κατέχει. O Freud επικεντρώθηκε στην πρωταρχική σημασία του πατέρα και του πέους, η Klein στην πρωταρχική σημασία της μητέρας, του στήθους και της μήτρας και της παιδικής φαντασίωσης ότι υπάρχει ένα πέος μέσα στη μητέρα. Η ματιά του Freud επικεντρώθηκε στα άγχη του κοριτσιού σε σχέση με τον πατέρα ενώ αυτή της Klein επικεντρώθηκε περισσότερο στη σχέση με τη μητέρα ως εμπόδιο στη θηλυκή της ανάπτυξη. Και οι δύο προσεγγίσεις κληροδότησαν σε εμας πλούσιο υλικό για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε και να εξηγήσουμε το γυναικείο ασυνείδητο και τις εκφάνσεις του στη γυναικεία σεξουαλικότητα. Σε τελική ανάλυση στο ασυνείδητο όλων - ανδρών και γυναικών- κατοικούν πάντα δύο γονείς, τη σχέση των οποίων καλούμαστε να διαπραγματευτούμε. Το κορίτσι χρειάζεται να διαπραγματευτεί τόσο θέματα που αφορούν την “αρνητική θηλυκότητα” όσο και θέματα που αφορούν την “θετική θηλυκότητα” (Birksted-Breen, p. 148). H αρνητική θηλυκότητα έχει να κάνει με την απουσία και την έλλειψη, τη διαφορά. Συμπεριλαμβάνει την έλλειψη της δύναμης και της ολοκλήρωσης όπως αυτή συμβολίζεται με τον φαλλό. Η θετική θηλυκότητα αφορά στις αναπαραστάσεις των εσωτερικών οργάνων, του γυναικείου σώματος, τη δυνατότητα για τη μητρότητα. Για παράδειγμα, η επιθυμία της γυναίκας για ένα μωρό μπορεί να ερμηνευθεί στο επίπεδο της έλλειψης, να αποκτήσει δηλαδή αυτό που δεν έχει. Μπορεί όμως να εξηγηθεί και στο επίπεδο της “θετικής θηλυκότητας” όπου τα κίνητρα της να συμπεριλαμβάνουν την ελπίδα για βελτίωση της ιστορίας της ή για να βρει έμμεσες αντισταθμίσεις για παλαιότερα τραύματα όπως και για να εμπλουτίσει το μέλλον της με τρόπους που δεν είχε βιώσει μέχρι τότε (Leff, 2013).
Η ψυχική κατοχή ενός καλού εσωτερικού φαλλού είναι αναγκαία τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άντρες όπως και η ψυχική αμφισεξουαλικότητα για την ομαλή ψυχική λειτουργία. Η σεξουαλική θέση της γυναίκας μπορεί να μελετηθεί στη βάση της διαφορετικότητας της σε σχέση με τον άντρα αλλά και σε σχέση με το δικό της σώμα και την αλληλεπίδραση μεταξύ τους.
Βιβλιογραφία
Birksted-Breen, D. (2005) The Feminine in Introducing psychoanalysis. London: Routledge.
Chasseguet-Smirgel J. κ.α. (1964). Γυναικεία Σεξουαλικότητα- Νεές Ψυχαναλυτικές Απόψεις. Αθήνα (1991) Εκδόσεις Νεφέλη.
Freud, S. (1905). Three Essays on the Theory of Sexuality (1905). S.E.7.
Freud, S. (1925).Some Physical Consequences of the Anatomical Distinction Between the Sexes. S.E. 19.
Freud, S. (1931).Female Sexuality. S.E. 21.
Klein, M. (1932). The Effects of the Early Anxiety Situations on the Sexual Development of the Girl. The Psycho-Analysis of Children, vol. 2 The Writings of Melanie Klein. London: Hogarth Press.
Χατζή, Χ., Χατζηανδρέου, Μ., Kulish, N., Raphel- Leff, J & Heenen- Wolff S. (2013). Διαδικτυακός Διάλογος: «Η Ψυχανάλυση και το Θήλυ, Σήμερα» με τη Nancy Kulish, την Joan Raphael- Leff και τη Susann Heenen- Wolff, Οιδίπους 10: 332-389.
Ανάμεσα στους ψυχαναλυτές που διαφώνησαν με τις απόψεις του Freud για τη γυναικεία σεξουαλικότητα συγκαταλέγονται η Karen Horney (1926) και ο Ernest Jones (1935). Επικαλέστηκαν την “πρωτογενή θηλυκότητα”. Δηλαδή, πιστεύουν ότι ο Freud έκανε λάθος στην ιδέα του ότι το κορίτσι είναι ένας μικρός άντρας. Αντίθετα, για αυτούς, το μικρό κορίτσι γνωρίζει από νωρίς ότι είναι κορίτσι και γνωρίζει από τις σωματικές αισθήσεις την ύπαρξη του κόλπου. Πιστεύουν επίσης ότι υπάρχει στα κορίτσια ένας εγγενής ετερόφυλος προσανατολισμός βιολογικού χαρακτήρα εν αντιθέσει με τον Freud ο οποίος πιστεύει ότι ο δρόμος προς την ετεροφυλοφιλία για τη γυναίκα βασίζεται σε αυτή την πρώιμη απογοήτευση και όχι στη βιολογία. Για τους συγγραφείς αυτούς, οι περιπτώσεις όπου ο κόλπος δεν αναγνωρίζεται ερμηνεύεται ως άμυνα, δηλαδή ως μια άρνηση η οποία πηγάζει από θεμελιώδεις φόβους για το εσωτερικό του θηλυκού σώματος. Για τη Melanie Klein (1932) αυτός ο φόβος συνδέεται με την ασυνείδητη επιθυμία του κοριτσιού να επιτεθεί στο εσωτερικό του σώματος της μητέρας και να της κλέψει τα παιδιά ή το πέος που νομίζει ότι κατέχει.
Στη Γαλλία η Chaseguet - Smirgel (1964) , εισηγήθηκε με άλλους συγγραφείς την επανεξέταση των θεωριών για τη γυναικεία σεξουαλικότητα κρατώντας όμως την προσέγγιση του Freud σε σχέση με το ασυνείδητο. Επηρεασμένοι από τις ιδέες της Klein, οι συγγραφείς της συλλογής αυτής υποστηρίζουν ότι τα μικρά κορίτσια γνωρίζουν την ύπαρξη του κόλπου από νωρίς και ότι ο φθόνος του πέους απορρέει κυρίως από τη σύγκρουση με τη μητέρα και την επιθυμία του κοριτσιού να αποδράσει από τον έλεγχο και τη δύναμη που της προσδίδει. Ο φθόνος του πέους και η επιθυμία να κατέχει το κορίτσι το αντρικό όργανο είναι μια επανάσταση απέναντι στη μητέρα. H Joyce McDougall (1981) υποστηρίζει ότι η επιθυμία του κοριτσιού να κατέχει ένα πέος μπορεί να πηγάζει από την επιθυμία της να αποκαταστήσει τη μητέρα της και ότι αυτό είναι ένας παράγοντας στις ομοφυλόφιλες σχέσεις. H ίδια συγγραφέας υποστήριξε ότι η γυναικεία ομοφυλόφιλη αγάπη θα πρέπει να εσωτερικευθεί στον ψυχισμό για να μπορέσει μια γυναίκα να καταφέρει να έχει μια ισορροπημένη θηλυκή φύση. Η Janine Chasseguet - Smirgel (1981) υποστηρίζει ότι οι περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει επίγνωση της ύπαρξης του κόλπου στην πρώιμη παιδική ηλικία είναι αποτέλεσμα θηλυκής ενοχής την οποία ονομάζει “ενοχή ενσωμάτωσης”. Για να καταφέρει να κρατήσει τον πατέρα σε μια εξιδανικευμένη θέση -αφού εγκατέλειψε τη μητέρα της- το κορίτσι καταστέλλει την επιθετικότητα της προς εκείνον. Για τη Smirgel, αυτός είναι και ο λόγος όπου οι γυναίκες δυσκολεύονται να διαπρέψουν σε τομείς οι οποίοι αποκτούν μια ασυνείδητη φαλλική σημασία ακριβώς γιατί μια πιθανή επιτυχία στους τομείς αυτούς βιώνεται ασυνείδητα ως ευνουχισμός του πατέρα.
O Freud, ένας άντρας, έδωσε έμφαση σε αυτό που λείπει στη γυναίκα, στο τραυματισμένο της θήλυ και τα πεπρωμένα του. Η Klein, μια γυναίκα, έδωσε έμφαση σε αυτά που η γυναίκα κατέχει. O Freud επικεντρώθηκε στην πρωταρχική σημασία του πατέρα και του πέους, η Klein στην πρωταρχική σημασία της μητέρας, του στήθους και της μήτρας και της παιδικής φαντασίωσης ότι υπάρχει ένα πέος μέσα στη μητέρα. Η ματιά του Freud επικεντρώθηκε στα άγχη του κοριτσιού σε σχέση με τον πατέρα ενώ αυτή της Klein επικεντρώθηκε περισσότερο στη σχέση με τη μητέρα ως εμπόδιο στη θηλυκή της ανάπτυξη. Και οι δύο προσεγγίσεις κληροδότησαν σε εμας πλούσιο υλικό για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε και να εξηγήσουμε το γυναικείο ασυνείδητο και τις εκφάνσεις του στη γυναικεία σεξουαλικότητα. Σε τελική ανάλυση στο ασυνείδητο όλων - ανδρών και γυναικών- κατοικούν πάντα δύο γονείς, τη σχέση των οποίων καλούμαστε να διαπραγματευτούμε. Το κορίτσι χρειάζεται να διαπραγματευτεί τόσο θέματα που αφορούν την “αρνητική θηλυκότητα” όσο και θέματα που αφορούν την “θετική θηλυκότητα” (Birksted-Breen, p. 148). H αρνητική θηλυκότητα έχει να κάνει με την απουσία και την έλλειψη, τη διαφορά. Συμπεριλαμβάνει την έλλειψη της δύναμης και της ολοκλήρωσης όπως αυτή συμβολίζεται με τον φαλλό. Η θετική θηλυκότητα αφορά στις αναπαραστάσεις των εσωτερικών οργάνων, του γυναικείου σώματος, τη δυνατότητα για τη μητρότητα. Για παράδειγμα, η επιθυμία της γυναίκας για ένα μωρό μπορεί να ερμηνευθεί στο επίπεδο της έλλειψης, να αποκτήσει δηλαδή αυτό που δεν έχει. Μπορεί όμως να εξηγηθεί και στο επίπεδο της “θετικής θηλυκότητας” όπου τα κίνητρα της να συμπεριλαμβάνουν την ελπίδα για βελτίωση της ιστορίας της ή για να βρει έμμεσες αντισταθμίσεις για παλαιότερα τραύματα όπως και για να εμπλουτίσει το μέλλον της με τρόπους που δεν είχε βιώσει μέχρι τότε (Leff, 2013).
Η ψυχική κατοχή ενός καλού εσωτερικού φαλλού είναι αναγκαία τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άντρες όπως και η ψυχική αμφισεξουαλικότητα για την ομαλή ψυχική λειτουργία. Η σεξουαλική θέση της γυναίκας μπορεί να μελετηθεί στη βάση της διαφορετικότητας της σε σχέση με τον άντρα αλλά και σε σχέση με το δικό της σώμα και την αλληλεπίδραση μεταξύ τους.
Βιβλιογραφία
Birksted-Breen, D. (2005) The Feminine in Introducing psychoanalysis. London: Routledge.
Chasseguet-Smirgel J. κ.α. (1964). Γυναικεία Σεξουαλικότητα- Νεές Ψυχαναλυτικές Απόψεις. Αθήνα (1991) Εκδόσεις Νεφέλη.
Freud, S. (1905). Three Essays on the Theory of Sexuality (1905). S.E.7.
Freud, S. (1925).Some Physical Consequences of the Anatomical Distinction Between the Sexes. S.E. 19.
Freud, S. (1931).Female Sexuality. S.E. 21.
Klein, M. (1932). The Effects of the Early Anxiety Situations on the Sexual Development of the Girl. The Psycho-Analysis of Children, vol. 2 The Writings of Melanie Klein. London: Hogarth Press.
Χατζή, Χ., Χατζηανδρέου, Μ., Kulish, N., Raphel- Leff, J & Heenen- Wolff S. (2013). Διαδικτυακός Διάλογος: «Η Ψυχανάλυση και το Θήλυ, Σήμερα» με τη Nancy Kulish, την Joan Raphael- Leff και τη Susann Heenen- Wolff, Οιδίπους 10: 332-389.