Προχωρώντας στην αναζήτηση που αφορά το γιατί ο ασθενής χρήστης κάνναβης διακόπτει συχνά την θεραπεία του στο ιδιωτικό πλαίσιο ενός ψυχοθεραπευτή, χρειάζεται να διερευνήσουμε τον ρόλο της εξάρτησης και τη θέση που καταλαμβάνει τόσο το ναρκωτικό όσο και ο ίδιος ο θεραπευτής στην ψυχική πραγματικότητα του θεραπευόμενου. Ας συγκρατήσουμε από το πρώτο μέρος του άρθρου ότι το θεραπευτικό αίτημα του ασθενούς δεν είναι σχεδόν ποτέ η απεξάρτηση από το ναρκωτικό, αλλά η επιθυμία του να «βρει τον εαυτό του» ή να φτιάξει τις σχέσεις του χωρίς όμως να συνδέει το αίτημα αυτό με την χρήση και με ενδεχόμενη διακοπή της. Ο θεραπευόμενος «μπαίνει» δηλαδή στην ψυχοθεραπεία υπολογίζοντας ότι η χρήση της κάνναβης και η ψυχοθεραπεία –η οποία όπως θα δούμε παρακάτω παίρνει ψυχικά τη διάσταση της «χρήσης» ενός άλλου ναρκωτικού που δεν είναι άλλο από τον ίδιο τον θεραπευτή- θα συνυπάρχουν δρώντας συμπληρωματικά, όπως τουλάχιστον το φαντάζεται ο ίδιος αρχικά. Αυτή η προσδοκία κάνει συχνά τον θεραπευόμενο να αποκρύπτει το γεγονός ότι κάνει χρήση μέχρις ότου νιώσει ότι ο θεραπευτής έχει «δεσμευτεί» μαζί του και άρα θα αναγκαστεί, τρόπον τινά, να ανεχτεί τη χρήση που πολλές φορές μπαίνει κυριολεκτικά και μέσα στη θεραπεία όταν ο θεραπευόμενος έρχεται «φτιαγμένος» στη συνεδρία.
Η τριγωνική σχέση «ασθενούς-θεραπευτή-ναρκωτικού»
Τον Οκτώβριο του 2014 δημοσιεύτηκε η εικοσαετής έρευνα που διεξήγαγε ο καθηγητής Wayne Hall του King’s College του Λονδίνου, σχετικά με τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της χρήσης κάνναβης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η αρνητική επίδραση της χρήσης τόσο σε σωματικό όσο και ψυχικό και διανοητικό επίπεδο είναι πολύ σοβαρότερη απ’ όσο θεωρούσαν μέχρι τώρα οι επιστήμονες. Για παράδειγμα, ένας στους έξι εφήβους που καπνίζουν συστηματικά κάνναβη εθίζονται σε αυτήν, ενώ διπλασιάζονται γι’ αυτούς οι πιθανότητες να εκδηλώσουν ψύχωση ή σχιζοφρένεια, ειδικά αν έχουν επιβαρημένο οικογενειακό ιστορικό. Από την άλλη, η απεξάρτηση από το ναρκωτικό δεν είναι τόσο εύκολη όσο θα φανταζόταν κάποιος μια που η αποχή προκαλεί στον συστηματικό χρήστη συμπτώματα όπως άγχος, αϋπνία, απώλεια όρεξης και κατάθλιψη.Η έρευνα καταλήγει ότι η απεξάρτηση από την κάνναβη είναι εξίσου δύσκολη όσο η απεξάρτηση από το αλκοόλ ή την ηρωίνη με την διαφορά ότι με την κάνναβη δεν μπορεί κανείς να πεθάνει από υπερβολική δόση. Κάτι που πιθανώς δημιουργεί στο χρήστη την «ψευδαίσθηση» ότι είναι άτρωτος απέναντι στις βλαπτικές συνέπειες της χρήσης και ότι το ναρκωτικό του είναι αρκετά «ασφαλές».
Η εμπειρία μου με συστηματικούς χρήστες κάνναβης στο γραφείο, μου επιβεβαιώνει ότι όταν ο θεραπευόμενος προσπαθήσει να σταματήσει την χρήση του ναρκωτικού ή να την ελέγξει, δημιουργείται μία σοβαρή αναταραχή στην ψυχική του ισορροπία η οποία τελικά οδηγεί στη λήξη της αποχής ή της προσπάθειας περιορισμού της χρήσης. Η παρουσία του θεραπευτή στη ζωή του ασθενούς ως ανακλιτικό αντικείμενο –δηλαδή ως αντικείμενο στο οποίο στηρίζεται ο θεραπευόμενος για να καλύψει σημαντικές ψυχολογικές του ανάγκες- φαίνεται πως δεν είναι αρκετή για να ενισχύσει την θέληση του να απεξαρτηθεί από το ναρκωτικό, παρ’ όλο που θα περιμέναμε ότι για ένα «μαλακό» ναρκωτικό όπως θεωρείται η κάνναβη, η επεξάρτηση εν παραλλήλω με μία ψυχοθεραπεία θα ήταν μία σχετικά εύκολη υπόθεση.
Όμως στη θεραπευτική σχέση με τους χρήστες κάνναβης παρατηρεί κανείς ότι το ναρκωτικό μπαίνει ως «ανταγωνιστής» και «αντίζηλος» στη σχέση μαζί του. Στην ψυχική πραγματικότητα του θεραπευόμενου, ο θεραπευτής είναι κάποιος αντί του ναρκωτικού τόσο με την έννοια του υποκατάστατου –δηλαδή το ένα αντικαθιστά το άλλο- όσο και με την έννοια της αντιπαράθεσης –δηλαδή βρίσκεται απέναντί του. Θα λέγαμε δηλαδή ότι σε ψυχικό επίπεδο ο θεραπευτής γίνεται για τον θεραπευόμενο ένα υποκατάστατο του ναρκωτικού, το οποίο ταυτόχρονα ανταγωνίζεται το ναρκωτικό, διεκδικώντας την ίδια θέση στην ψυχική του οικονομία και ζητώντας του να σπαταλήσει γι’ αυτόν ψυχική ενέργεια που μέχρι εκείνη την στιγμή είναι «δεσμευμένη» στην ψυχική επένδυση του ναρκωτικού (ας το παραλληλίσουμε με έναν άντρα που διχάζεται ανάμεσα στη σύζυγο και την ερωμένη η οποία θέλει να πάρει τη θέση της συζύγου στη ζωή και την καρδιά του). Παράλληλα, ο θεραπευτής γίνεται μέσα στις ψυχικές αναπαραστάσεις του θεραπευόμενου μία υπερεγωτική φιγούρα δηλαδή ένας αυστηρός γονιός που απαγορεύει και περιορίζει την ικανοποίηση των επιθυμιών ενορμητικής ποιότητας, όπως είναι η επιθυμία για χρήση. Έτσι, άθελα του –μια που μιλάμε για προβολή του υπερεγώ του ίδιου του θεραπευόμενου και όχι για πραγματικές απαγορεύσεις που ο ίδιος ο θεραπευτής επιβάλλει- ο θεραπευτής ενισχύει την σύγκρουση που βιώνει ο θεραπευόμενος ανάμεσα σε αυτό που ο ίδιος θέλει να κάνει και σ’εκείνο που φαντάζεται πως περιμένει από αυτόν ο θεραπευτής του για να είναι ευχαριστημένος μαζί του.
Είναι σημαντικό νομίζω σε αυτό το σημείο να υπογραμμίσουμε ότι συνήθως οι γονείς του χρήστη έχουν αντιμετωπίσει το πρόβλημα της εξάρτησης του παιδιού τους μέσω της άρνησης –δηλαδή «κάνω ότι δεν βλέπω το πρόβλημα και άρα δεν υπάρχει». Όταν ο χρήστης γίνει θεραπευόμενος στο γραφείο μας, ασυνείδητα επιζητά από εμάς την έκφραση του ενδιαφέροντος μας μέσα από την απαγόρευση που δεν έχουν επιβάλλει οι γονείς του. Δεν πιστεύω άλλωστε ότι υπάρχει χρήστης ο οποίος να μην αντιλαμβάνεται τις βλαπτικές επιπτώσεις του ναρκωτικού ακόμα και αν τις αρνείται. Σίγουρα η ενορμητική του πλευρά αντιδρά απέναντι στην απαγόρευση που ο ίδιος προσπαθεί να επιβάλλει στον εαυτό του μέσω της προβολής της υπερεγωτικής του πλευράς στο θεραπευτή του («ο θεραπευτής μου δεν θέλει να καπνίζω μαύρο»). Συχνά άλλωστε ο θεραπευτής καθίσταται για τον θεραπευόμενο ένα μισητό αντικείμενο το οποίο θέλει να εξευτελίσει, να καταστρέψει και να εξαφανίσει, εξαφανίζοντας ταυτόχρονα τον περιορισμό και την απαγόρευση. Ταυτόχρονα όμως μέσω αυτής την προβολής και της επανενδοβολής του υπερεγωτικού αντικειμένου-θεραπευτή, ο θεραπευόμενος ενισχύει το υπερεγώ του το οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή είναι ελλειμματικό. Άρα τελικά μέσω της προβολής αυτής της απαγορευτικής αλλά και φροντιστικής πλευράς των γονιών που κατά βάθος επιθυμεί και της ενδοβολής της, ο θεραπευόμενος μπορεί σταδιακά να “χτίσει” μέσα του μία πλευρά του εαυτού του που νοιάζεται για τον ίδιο.
Σύμφωνα με πολλούς ψυχαναλυτικούς συγγραφείς (Sugarman, Kurash, 1982; Wurmser, 1974 κ.ά.), υπάρχει μία σύνδεση μεταξύ της χρήσης ναρκωτικών ουσιών και της οριακής δομής προσωπικότητας στην οποία όπως πολλοί γνωρίζουμε η συγκρότηση του υπερεγώ είναι ελλειμματική και η σχέση αντικειμένου εξαρτητική. Αν και δεν θεωρώ ότι η χρήση ουσιών αποτελεί ένδειξη ή διαγνωστικό κριτήριο που θα μας κατευθύνει απαραίτητα σε μία διάγνωση οριακής προσωπικότητας, ταυτίζομαι με τον Kernberg (1975) σε ό,τι αφορά το νοσολογικό συνεχές (continuum) στο φάσμα του παθολογικού ναρκισσισμού, στο οποίο η οριακή δομή είναι η πιο πρώιμη ενώ η ναρκισσιστική η πιο εξελιγμένη. Έτσι, θεωρώ ότι όταν έχουμε απέναντί μας έναν χρήστη κάνναβης, μπορούμε να περιμένουμε ότι θα διαπιστώσουμε στην πορεία μία ναρκισσιστική προβληματική –όπως ήδη από το 1932 επεσήμανε ο Glover- που μπορεί να αγγίζει την οριακότητα ή άλλες φορές αυτό που ο Fairbairn (1940) ονόμαζε «σχιζοειδή προσωπικότητα» και που αφορά την αίσθηση παντοδυναμίας και αυτάρκειας, τον φόβο αλλά και την λαχτάρα στη σχέση με το αντικείμενο-θεραπευτή, και την επιτακτική ανάγκη ελέγχου του αντικειμένου και της απόστασης από αυτό. Μία ανάγκη όμως που λόγω του θεραπευτικού πλαισίου το οποίο καθορίζει την απόσταση μέσα στη θεραπευτική σχέση (πόσο συχνά συναντιόμαστε, για πόση ώρα, πότε είναι οι διακοπές κλπ) δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, προκαλώντας συχνά την απελπισία και την οργή του θεραπευόμενου.
Η αντιμεταβίβαση και κάποιες τεχνικές επισημάνσεις
Η αντιμεταβίβαση στη θεραπεία αυτών των θεραπευόμενων είναι κατά κανόνα έντονη. Καθώς πρόκειται για άτομα με καθηλώσεις σε προηγούμενα στάδια της ψυχοσεξουαλικής τους ανάπτυξης που διατηρούν αρκετά ζωντανή την παιδικότητα και την εφηβικότητά τους, είναι δύσκολο να μην τους συμπαθήσει ο θεραπευτής. Η μεταβίβαση τους είναι ισχυρή και έρχεται προς τον θεραπευτή σε «κύματα» συναισθημάτων ακόμα και αν πολλές φορές, ειδικά στους άνδρες ασθενείς με σχιζοειδή χαρακτηριστικά (κατά Fairbairn), υπάρχει μία συγκάλυψη άνεσης, αδιαφορίας και συναισθηματικής αποστασιοποίησης. Νομίζω ότι τα έντονα συναισθήματα και η αδυναμία στη ρύθμιση τους (affect regulation) και τον μεταβολισμό τους είναι το κύριο εμπόδιο στη συνέχιση της ψυχοθεραπείας. Η ψυχοθεραπεία ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης είναι μία διαδικασία που διεγείρει τα ίδια συναισθήματα που ο ασθενής προσπαθεί να καταστείλει μέσω της χρήσης. Έτσι λειτουργεί αντίθετα με αυτό που το ναρκωτικό έχει ως σκοπό και άρα το ανταγωνίζεται (έχω παρατηρήσει κάτι ανάλογο και στους χρόνιους χρήστες αντικαταθλιπτικών). Συνήθως, η διακοπή της θεραπείας έρχεται σε κάποια στιγμή που ο θεραπευτής έχει απογοητεύσει τον θεραπευόμενο για οποιονδήποτε λόγο συμπεριλαμβανομένης και της απουσίας των διακοπών, και τότε το ναρκωτικό “κερδίζει” όπως περιγράφει και ο Rubins (1973). Είναι άλλωστε δύσκολο να μην κερδίσει ένα αντικείμενο το οποίο εκτός από το ότι είναι μεταβατικό με την έννοια του Winnicott –δηλαδή είναι εν μέρει κομμάτι του ίδιου του ασθενούς και εν μέρει εξωτερικό αντικείμενο- είναι μονίμως διαθέσιμο, αμβλύνει τις ψυχικές εντάσεις και βρίσκεται υπό τον πλήρη έλεγχο του.
Ένα άλλο πρόβλημα στη θεραπεία αφορά το πλαίσιο και τη δυσκολία που αυτό προκαλεί μια που απαιτεί συνέπεια, συνέχεια και ρυθμικότητα. Κάτι που ο ασθενής χρήστης κάνναβης δεν μπορεί εύκολα να εξασφαλίσει καθώς βρίσκεται σε ένα “μεταίχμιο” μεταξύ εξωτερικής πραγματικότητας –στην οποία προσπαθεί να συμμετέχει αν και όχι πάντα με επιτυχία- και τον κόσμο και της ναρκισσιστικής απόσυρσης που η χρήση ενισχύει και κάνει πιο ανεκτή την σχέση με τον εαυτό.
Όμως κάθε ψυχοθεραπεία είναι ένα ταξίδι που συχνά ρίχνει τα δύο μέλη της θεραπευτικής σχέσης σε τρικυμίες. Ίσως με τον ασθενή χρήστη κάνναβης οι θάλασσες του ταξιδιού να είναι πιο “άγριες”. Αν ο θεραπευτής δεν φοβάται πολύ νομίζω πως μπορεί να αποπλεύσει κρατώντας στο νου του ότι οι ικανότητές του θα δοκιμαστούν και ότι ίσως τελικά να μην πιάσει “λιμάνι”. Θεωρώ όμως ότι στο βαθμό που κάθε θεραπευτής είναι και παράδειγμα για τον θεραπευόμενό του, είναι κέρδος για τον τελευταίο η συμμαχία με κάποιον που τολμά να παλέψει απέναντι σε κάτι που θεωρεί πιο δυνατό από τον ίδιο, ρισκάροντας μία ήττα που τον φέρνει αντιμέτωπο με την μη-παντοδυναμία του και την ανάγκη του για βοήθεια.
Βιβλιογραφία
Fairbairn, W.D. (1940) Schizoid Factors in the Personality. In Psychoanalytic Studies of the Personality. London: Tavistock Publications Limited, 1952
Kernberg, O. F. (1975) Borderline Conditions and Pathological Narcissism New York: Jason Aronson
Rubins, J.L. (1973) The Role of the Psychoanalyst in the Marijuana Problem. Am. J. Psychoanal., 33:193-205
Sugarman, A. and Kurash, C. (1982) Marijuana Abuse, Transitional Experience, and the Borderline Adolescent. Psychoanal. Inq., 2:519-538
Wurmser, L. (1974) Psychoanalytic Considerations of the Etiology of Compulsive Drug Use. J. Amer. Psychoanal. Assn., 22:820-843
Nhs.uk. (2014) Cannabis labelled 'harmful and as addictive as heroin' - Health News - NHS Choices. [online] Available at: http://www.nhs.uk/news/2014/10October/Pages/cannabis-labelled-harmful-and-as-addictive-as-heroin.aspx [Accessed 19 Oct. 2016]
Τον Οκτώβριο του 2014 δημοσιεύτηκε η εικοσαετής έρευνα που διεξήγαγε ο καθηγητής Wayne Hall του King’s College του Λονδίνου, σχετικά με τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της χρήσης κάνναβης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η αρνητική επίδραση της χρήσης τόσο σε σωματικό όσο και ψυχικό και διανοητικό επίπεδο είναι πολύ σοβαρότερη απ’ όσο θεωρούσαν μέχρι τώρα οι επιστήμονες. Για παράδειγμα, ένας στους έξι εφήβους που καπνίζουν συστηματικά κάνναβη εθίζονται σε αυτήν, ενώ διπλασιάζονται γι’ αυτούς οι πιθανότητες να εκδηλώσουν ψύχωση ή σχιζοφρένεια, ειδικά αν έχουν επιβαρημένο οικογενειακό ιστορικό. Από την άλλη, η απεξάρτηση από το ναρκωτικό δεν είναι τόσο εύκολη όσο θα φανταζόταν κάποιος μια που η αποχή προκαλεί στον συστηματικό χρήστη συμπτώματα όπως άγχος, αϋπνία, απώλεια όρεξης και κατάθλιψη.Η έρευνα καταλήγει ότι η απεξάρτηση από την κάνναβη είναι εξίσου δύσκολη όσο η απεξάρτηση από το αλκοόλ ή την ηρωίνη με την διαφορά ότι με την κάνναβη δεν μπορεί κανείς να πεθάνει από υπερβολική δόση. Κάτι που πιθανώς δημιουργεί στο χρήστη την «ψευδαίσθηση» ότι είναι άτρωτος απέναντι στις βλαπτικές συνέπειες της χρήσης και ότι το ναρκωτικό του είναι αρκετά «ασφαλές».
Η εμπειρία μου με συστηματικούς χρήστες κάνναβης στο γραφείο, μου επιβεβαιώνει ότι όταν ο θεραπευόμενος προσπαθήσει να σταματήσει την χρήση του ναρκωτικού ή να την ελέγξει, δημιουργείται μία σοβαρή αναταραχή στην ψυχική του ισορροπία η οποία τελικά οδηγεί στη λήξη της αποχής ή της προσπάθειας περιορισμού της χρήσης. Η παρουσία του θεραπευτή στη ζωή του ασθενούς ως ανακλιτικό αντικείμενο –δηλαδή ως αντικείμενο στο οποίο στηρίζεται ο θεραπευόμενος για να καλύψει σημαντικές ψυχολογικές του ανάγκες- φαίνεται πως δεν είναι αρκετή για να ενισχύσει την θέληση του να απεξαρτηθεί από το ναρκωτικό, παρ’ όλο που θα περιμέναμε ότι για ένα «μαλακό» ναρκωτικό όπως θεωρείται η κάνναβη, η επεξάρτηση εν παραλλήλω με μία ψυχοθεραπεία θα ήταν μία σχετικά εύκολη υπόθεση.
Όμως στη θεραπευτική σχέση με τους χρήστες κάνναβης παρατηρεί κανείς ότι το ναρκωτικό μπαίνει ως «ανταγωνιστής» και «αντίζηλος» στη σχέση μαζί του. Στην ψυχική πραγματικότητα του θεραπευόμενου, ο θεραπευτής είναι κάποιος αντί του ναρκωτικού τόσο με την έννοια του υποκατάστατου –δηλαδή το ένα αντικαθιστά το άλλο- όσο και με την έννοια της αντιπαράθεσης –δηλαδή βρίσκεται απέναντί του. Θα λέγαμε δηλαδή ότι σε ψυχικό επίπεδο ο θεραπευτής γίνεται για τον θεραπευόμενο ένα υποκατάστατο του ναρκωτικού, το οποίο ταυτόχρονα ανταγωνίζεται το ναρκωτικό, διεκδικώντας την ίδια θέση στην ψυχική του οικονομία και ζητώντας του να σπαταλήσει γι’ αυτόν ψυχική ενέργεια που μέχρι εκείνη την στιγμή είναι «δεσμευμένη» στην ψυχική επένδυση του ναρκωτικού (ας το παραλληλίσουμε με έναν άντρα που διχάζεται ανάμεσα στη σύζυγο και την ερωμένη η οποία θέλει να πάρει τη θέση της συζύγου στη ζωή και την καρδιά του). Παράλληλα, ο θεραπευτής γίνεται μέσα στις ψυχικές αναπαραστάσεις του θεραπευόμενου μία υπερεγωτική φιγούρα δηλαδή ένας αυστηρός γονιός που απαγορεύει και περιορίζει την ικανοποίηση των επιθυμιών ενορμητικής ποιότητας, όπως είναι η επιθυμία για χρήση. Έτσι, άθελα του –μια που μιλάμε για προβολή του υπερεγώ του ίδιου του θεραπευόμενου και όχι για πραγματικές απαγορεύσεις που ο ίδιος ο θεραπευτής επιβάλλει- ο θεραπευτής ενισχύει την σύγκρουση που βιώνει ο θεραπευόμενος ανάμεσα σε αυτό που ο ίδιος θέλει να κάνει και σ’εκείνο που φαντάζεται πως περιμένει από αυτόν ο θεραπευτής του για να είναι ευχαριστημένος μαζί του.
Είναι σημαντικό νομίζω σε αυτό το σημείο να υπογραμμίσουμε ότι συνήθως οι γονείς του χρήστη έχουν αντιμετωπίσει το πρόβλημα της εξάρτησης του παιδιού τους μέσω της άρνησης –δηλαδή «κάνω ότι δεν βλέπω το πρόβλημα και άρα δεν υπάρχει». Όταν ο χρήστης γίνει θεραπευόμενος στο γραφείο μας, ασυνείδητα επιζητά από εμάς την έκφραση του ενδιαφέροντος μας μέσα από την απαγόρευση που δεν έχουν επιβάλλει οι γονείς του. Δεν πιστεύω άλλωστε ότι υπάρχει χρήστης ο οποίος να μην αντιλαμβάνεται τις βλαπτικές επιπτώσεις του ναρκωτικού ακόμα και αν τις αρνείται. Σίγουρα η ενορμητική του πλευρά αντιδρά απέναντι στην απαγόρευση που ο ίδιος προσπαθεί να επιβάλλει στον εαυτό του μέσω της προβολής της υπερεγωτικής του πλευράς στο θεραπευτή του («ο θεραπευτής μου δεν θέλει να καπνίζω μαύρο»). Συχνά άλλωστε ο θεραπευτής καθίσταται για τον θεραπευόμενο ένα μισητό αντικείμενο το οποίο θέλει να εξευτελίσει, να καταστρέψει και να εξαφανίσει, εξαφανίζοντας ταυτόχρονα τον περιορισμό και την απαγόρευση. Ταυτόχρονα όμως μέσω αυτής την προβολής και της επανενδοβολής του υπερεγωτικού αντικειμένου-θεραπευτή, ο θεραπευόμενος ενισχύει το υπερεγώ του το οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή είναι ελλειμματικό. Άρα τελικά μέσω της προβολής αυτής της απαγορευτικής αλλά και φροντιστικής πλευράς των γονιών που κατά βάθος επιθυμεί και της ενδοβολής της, ο θεραπευόμενος μπορεί σταδιακά να “χτίσει” μέσα του μία πλευρά του εαυτού του που νοιάζεται για τον ίδιο.
Σύμφωνα με πολλούς ψυχαναλυτικούς συγγραφείς (Sugarman, Kurash, 1982; Wurmser, 1974 κ.ά.), υπάρχει μία σύνδεση μεταξύ της χρήσης ναρκωτικών ουσιών και της οριακής δομής προσωπικότητας στην οποία όπως πολλοί γνωρίζουμε η συγκρότηση του υπερεγώ είναι ελλειμματική και η σχέση αντικειμένου εξαρτητική. Αν και δεν θεωρώ ότι η χρήση ουσιών αποτελεί ένδειξη ή διαγνωστικό κριτήριο που θα μας κατευθύνει απαραίτητα σε μία διάγνωση οριακής προσωπικότητας, ταυτίζομαι με τον Kernberg (1975) σε ό,τι αφορά το νοσολογικό συνεχές (continuum) στο φάσμα του παθολογικού ναρκισσισμού, στο οποίο η οριακή δομή είναι η πιο πρώιμη ενώ η ναρκισσιστική η πιο εξελιγμένη. Έτσι, θεωρώ ότι όταν έχουμε απέναντί μας έναν χρήστη κάνναβης, μπορούμε να περιμένουμε ότι θα διαπιστώσουμε στην πορεία μία ναρκισσιστική προβληματική –όπως ήδη από το 1932 επεσήμανε ο Glover- που μπορεί να αγγίζει την οριακότητα ή άλλες φορές αυτό που ο Fairbairn (1940) ονόμαζε «σχιζοειδή προσωπικότητα» και που αφορά την αίσθηση παντοδυναμίας και αυτάρκειας, τον φόβο αλλά και την λαχτάρα στη σχέση με το αντικείμενο-θεραπευτή, και την επιτακτική ανάγκη ελέγχου του αντικειμένου και της απόστασης από αυτό. Μία ανάγκη όμως που λόγω του θεραπευτικού πλαισίου το οποίο καθορίζει την απόσταση μέσα στη θεραπευτική σχέση (πόσο συχνά συναντιόμαστε, για πόση ώρα, πότε είναι οι διακοπές κλπ) δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, προκαλώντας συχνά την απελπισία και την οργή του θεραπευόμενου.
Η αντιμεταβίβαση και κάποιες τεχνικές επισημάνσεις
Η αντιμεταβίβαση στη θεραπεία αυτών των θεραπευόμενων είναι κατά κανόνα έντονη. Καθώς πρόκειται για άτομα με καθηλώσεις σε προηγούμενα στάδια της ψυχοσεξουαλικής τους ανάπτυξης που διατηρούν αρκετά ζωντανή την παιδικότητα και την εφηβικότητά τους, είναι δύσκολο να μην τους συμπαθήσει ο θεραπευτής. Η μεταβίβαση τους είναι ισχυρή και έρχεται προς τον θεραπευτή σε «κύματα» συναισθημάτων ακόμα και αν πολλές φορές, ειδικά στους άνδρες ασθενείς με σχιζοειδή χαρακτηριστικά (κατά Fairbairn), υπάρχει μία συγκάλυψη άνεσης, αδιαφορίας και συναισθηματικής αποστασιοποίησης. Νομίζω ότι τα έντονα συναισθήματα και η αδυναμία στη ρύθμιση τους (affect regulation) και τον μεταβολισμό τους είναι το κύριο εμπόδιο στη συνέχιση της ψυχοθεραπείας. Η ψυχοθεραπεία ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης είναι μία διαδικασία που διεγείρει τα ίδια συναισθήματα που ο ασθενής προσπαθεί να καταστείλει μέσω της χρήσης. Έτσι λειτουργεί αντίθετα με αυτό που το ναρκωτικό έχει ως σκοπό και άρα το ανταγωνίζεται (έχω παρατηρήσει κάτι ανάλογο και στους χρόνιους χρήστες αντικαταθλιπτικών). Συνήθως, η διακοπή της θεραπείας έρχεται σε κάποια στιγμή που ο θεραπευτής έχει απογοητεύσει τον θεραπευόμενο για οποιονδήποτε λόγο συμπεριλαμβανομένης και της απουσίας των διακοπών, και τότε το ναρκωτικό “κερδίζει” όπως περιγράφει και ο Rubins (1973). Είναι άλλωστε δύσκολο να μην κερδίσει ένα αντικείμενο το οποίο εκτός από το ότι είναι μεταβατικό με την έννοια του Winnicott –δηλαδή είναι εν μέρει κομμάτι του ίδιου του ασθενούς και εν μέρει εξωτερικό αντικείμενο- είναι μονίμως διαθέσιμο, αμβλύνει τις ψυχικές εντάσεις και βρίσκεται υπό τον πλήρη έλεγχο του.
Ένα άλλο πρόβλημα στη θεραπεία αφορά το πλαίσιο και τη δυσκολία που αυτό προκαλεί μια που απαιτεί συνέπεια, συνέχεια και ρυθμικότητα. Κάτι που ο ασθενής χρήστης κάνναβης δεν μπορεί εύκολα να εξασφαλίσει καθώς βρίσκεται σε ένα “μεταίχμιο” μεταξύ εξωτερικής πραγματικότητας –στην οποία προσπαθεί να συμμετέχει αν και όχι πάντα με επιτυχία- και τον κόσμο και της ναρκισσιστικής απόσυρσης που η χρήση ενισχύει και κάνει πιο ανεκτή την σχέση με τον εαυτό.
Όμως κάθε ψυχοθεραπεία είναι ένα ταξίδι που συχνά ρίχνει τα δύο μέλη της θεραπευτικής σχέσης σε τρικυμίες. Ίσως με τον ασθενή χρήστη κάνναβης οι θάλασσες του ταξιδιού να είναι πιο “άγριες”. Αν ο θεραπευτής δεν φοβάται πολύ νομίζω πως μπορεί να αποπλεύσει κρατώντας στο νου του ότι οι ικανότητές του θα δοκιμαστούν και ότι ίσως τελικά να μην πιάσει “λιμάνι”. Θεωρώ όμως ότι στο βαθμό που κάθε θεραπευτής είναι και παράδειγμα για τον θεραπευόμενό του, είναι κέρδος για τον τελευταίο η συμμαχία με κάποιον που τολμά να παλέψει απέναντι σε κάτι που θεωρεί πιο δυνατό από τον ίδιο, ρισκάροντας μία ήττα που τον φέρνει αντιμέτωπο με την μη-παντοδυναμία του και την ανάγκη του για βοήθεια.
Βιβλιογραφία
Fairbairn, W.D. (1940) Schizoid Factors in the Personality. In Psychoanalytic Studies of the Personality. London: Tavistock Publications Limited, 1952
Kernberg, O. F. (1975) Borderline Conditions and Pathological Narcissism New York: Jason Aronson
Rubins, J.L. (1973) The Role of the Psychoanalyst in the Marijuana Problem. Am. J. Psychoanal., 33:193-205
Sugarman, A. and Kurash, C. (1982) Marijuana Abuse, Transitional Experience, and the Borderline Adolescent. Psychoanal. Inq., 2:519-538
Wurmser, L. (1974) Psychoanalytic Considerations of the Etiology of Compulsive Drug Use. J. Amer. Psychoanal. Assn., 22:820-843
Nhs.uk. (2014) Cannabis labelled 'harmful and as addictive as heroin' - Health News - NHS Choices. [online] Available at: http://www.nhs.uk/news/2014/10October/Pages/cannabis-labelled-harmful-and-as-addictive-as-heroin.aspx [Accessed 19 Oct. 2016]