από τη Λήδα Μπήτρου

Η Ψυχανάλυση από τη θεμελίωση της στις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι και σχετικά πρόσφατα που ο αριθμός των γυναικών που εκπαιδευόνται ως ψυχαναλύτριες αυξήθηκε ραγδαία τίνοντας μάλλον να ξεπεράσει εκείνον των ανδρών στα περισσότερα ψυχαναλυτικά ινστιτούτα διεθνώς[1], υπήρξε ένας ανδροκρατούμενος επιστημονικός χώρος τόσο σε κλινικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο παραγωγής θεωρητικού συγγραφικού έργου. Σε αυτό το πλαίσιο και καθώς οι δύο τομείς είναι αλληλοεξαρτώμενοι αφού στην Ψυχανάλυση οι θεωρητικοποιήσεις προκύπτουν κυρίως από τα όσα εξελίσσονται στο κλινικό πεδίο, η στερεοτυπική εικόνα του αναλυτικού ζεύγους που εδραιώθηκε ως δεσπόζουσα αναπαράσταση στην κοινή συνείδηση αλλά και ως πρότυπο στα θεωρητικά κείμενα που ασχολούνταν με το θέμα της αναλυτικής σχέσης, αφορούσε ή βασιζόταν για αρκετές δεκαετίες στο ζεύγος του άνδρα αναλυτή και της γυναίκας αναλυόμενης.
Έτσι οι ψυχαναλυτές που μετά τον Freud ασχολήθηκαν θεωρητικά και ερευνητικά με τον ρόλο του φύλου στη μεταβίβαση αλλά και σ᾽ αυτό που ονομάζουμε πραγματική σχέση, ήταν κυρίως άνδρες. Κατά συνέπεια τα ψυχαναλυτικά κείμενα και οι αντίστοιχες θεωρητικοποιήσεις σχετικά με τον ρόλο του φύλου στην ψυχαναλυτική διαδικασία, έχοντας γραφτεί από άνδρες αναλυτές προσέγγιζαν το θέμα μέσα από το ανδρικό πρίσμα. Ένα πρίσμα που σε πολλές περιπτώσεις όπως φάνηκε μεταγενέστερα από τις σχετικές μελέτες ορισμένες από τις οποίες βασίστηκαν σε συνεντεύξεις έμπειρων αναλυτριών (όπως τα άρθρα των Chodorow, 1987; Goldberger et Holmes, 1993; Kulish, 1989) έχει αρκετές διαφοροποιήσεις συγκρινόμενο με αυτό της γυναίκας αναλύτριας.
Το ενδιαφέρον για τον ρόλο του φύλου και την γυναίκα αναλύτρια
Με τη σεξουαλική επανάσταση του ᾽60 που αναμφισβήτητα επηρέασε καίρια και την Ψυχανάλυση τόσο θεωρητικά όσο και θεσμικά, αλλά κυρίως τις δεκαετίες του ᾽70 και του ᾽80 που εδραιώθηκε η γυναικεία χειραφέτηση και προωθήθηκε η ισότητα των φύλων, παρατηρούμε μία τάση στο ενδιαφέρον των ψυχαναλυτών, κυρίως γυναικών (ενδεικτικά Benedek, 1973; Carter, 1971; Chappell, 1981; Goldberg, 1979), να μελετήσουν τον τρόπο με τον οποίο το φύλο επηρεάζει την αναλυτική εργασία που διεξάγεται από γυναίκες αναλύτριες τόσο με γυναίκες όσο και με άντρες αναλυόμενους.
Ψυχαναλυτικές συγγραφείς όπως η Gornick προσπαθούν να τεκμηριώσουν την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου αφηγήματος στην ψυχαναλυτική κλινική που θα λαμβάνει υπόψη του τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζονται στην ανάλυση ανδρών από γυναίκες αναλύτριες. Βασικές από αυτές είναι η εξουσία της γυναίκας μέσα στην αναλυτική σχέση με τα ζητήματα που αυτή εγείρει τόσο στη μεταβίβαση όσο και στην πραγματική σχέση, καθώς και η εγγύτητα με τη γυναίκα αναλύτρια ως προ-οιδιποδιακή μητέρα που ξυπνά, ειδικά στον άνδρα αναλυόμενο, φόβους για μία εκ νέου συγχώνευση μαζί της η οποία θα αναιρούσε την επίτευξη της διεργασίας αποχωρισμού-εξατομίκευσης βάσει της οποίας ο άντρας έχει απο-ταυτιστεί από τη μητέρα του και έχει δομήσει την αρσενική του ταυτότητα.
Σε ένα από τα άρθρα της (1985) που ασχολούνται με το θέμα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που διέπουν την γυναικεία αναλυτική εργασία γράφει:
“Oταν ο Freud έγραφε για την Καταρίνα[2], ακολουθούσε την παράδοση που ήθελε τους άντρες να γράφουν ιστορίες γυναικών. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, οι γυναίκες άρχισαν να ανακτούν αυτή την εξουσία και να γράφουν οι ίδιες τις ιστορίες τους. Η γυναίκα θεραπεύτρια με τον άντρα ασθενή προχωρά ένα βήμα παραπέρα σε αυτή την πορεία γράφοντας την ιστορία ενός άντρα. Όπως μαρτυρά η πιο πρόσφατη ρήξη στο (ψυχαναλυτικό) ινστιτούτο του Lacan μετά την προσπάθεια της Michèle Montrelay να διοργανώσει ένα σεμινάριο πάνω στην ανδρική σεξουαλικότητα, το βλέμα των γυναικών πάνω στους άνδρες μπορεί να εγείρει φόβους όχι μόνο στο αναλυτικό δωμάτιο αλλά και στους (ψυχαναλυτικούς) θεσμούς”.[3]
Πέρα όμως από τη θέση της γυναίκας που εξελίχθηκε από το ´60 κι έπειτα προάγωντας την παρουσία και τη δράση της στα διάφορα επιστημονικά πεδία συμπεριλαμβανομένου αυτού της Ψυχανάλυσης, σημαντικό ρόλο στην ενασχόληση των ψυχαναλυτών με το θέμα του φύλου στην αναλυτική σχέση, έπαιξε και το αυξανόμενο ενδιαφέρον της ψυχαναλυτικής κοινότητας για την επίδραση της πραγματικής σχέσης (δηλαδή τα στοιχεία της σχέσης που δεν περιλαμβάνουν τη μεταβίβαση) και τα χαρακτηριστικά του αναλυτή ως προσώπου στην αναλυτική εργασία.
Όπως γράφουν οι Raphling και Chused (1988)
“Η αλληλεπίδραση μεταξύ των αντιλήψεων του αναλυτή ως ένα πραγματικό αντικείμενο και μίας εικόνας μεταβίβασης ενθάρρυναν την εκτενή έρευνα στη θεμελιώδη φύση της ψυχαναλυτικής θεραπείας. Μία αυξανόμενη εκτίμηση της “μήτρας” μέσα στην οποία οι ψυχικές συγκρούσεις επικαιροποιούνται ως νεύρωση μεταβίβασης, οδήγησε τους αναλυτές σε πιο προσεκτική εξέταση της αλληλεπίδρασης των ενδοψυχικών και εξωτερικών δυνάμεων και της επίδρασης τους στην αναλυτική κατάσταση. Αυτή η σχέση συμφραζομένων κατέστησε αναγκαία, με τη σειρά της, να επανεξετάσει τη φύση της πραγματικότητας στην αναλυτική κατάσταση”.
Σε αυτό το πλαίσιο κατανόησης, η επίδραση του φύλου του αναλυτή στο σχηματισμό της νεύρωσης μεταβίβασης είναι σύμφωνα με τους ίδιους μία ιδιαίτερα σημαντική πτυχή της πολύπλοκης σχέσης μεταξύ ενδοψυχικού και διαπροσωπικού. Η παραδοσιακή άποψη της ψυχανάλυσης ότι για τους περισσότερους ασθενείς το φύλο του αναλυτή ούτε παρεμβαίνει ούτε θα έπρεπε να παρεμβαίνει στην ανάπτυξη της νεύρωσης μεταβίβασης αντικρούστηκε από πολλούς ψυχαναλυτικούς συγγραφείς (ενδεικτικά Benedek, 1972; Karme, 1979; Mogul, 1982), γυναίκες και άντρες, οι οποίοι μελετώντας τη μεταβίβαση διαπίστωσαν ότι ακόμη και αν γυναίκες και άντρες αναλυτές μπορούν να γίνουν αμφότεροι αντικείμενα πατρικής και μητρικής μεταβίβασης, η σειρά με την οποία παρουσιάζεται η κάθε μεταβίβαση ή η κάποια ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά της επηρεάζονται από το φύλο του αναλυτή.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι και ο ίδιος ο Freud τροποποίησε την αρχική του άποψη ότι η νεύρωση μεταβίβασης δεν επηρεάζεται από το πραγματικό πρόσωπο του αναλυτή και όταν το 1917 παρατήρησε ότι οι άνδρες αναλυόμενοι του είχαν την τάση να δημιουργούν πιο εχθρικές μεταβιβάσεις στο πρόσωπο του συγκριτικά με τις γυναίκες αναλυόμενες, το απέδωσε στο γεγονός ότι είναι άνδρας. Επιπλέον το 1931 στο άρθρο του για τη γυναικεία σεξουαλικότητα, επεσήμανε ότι το φύλο του αναλυτή μπορεί να κάνει διαφορά στην ένταση κάποιων συναισθημάτων στη μεταβίβαση αφού οι προ-οιδιπόδειες μητρικές μεταβιβάσεις είναι πιο έντονες στις αναλύσεις που διεξάγονται από γυναίκες αναλύτριες. Συνεπώς ο Freud φαίνεται να οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι παρ᾽ όλο που η μητρική ή η πατρική μεταβίβαση μπορεί να αναπτυχθεί ανεξάρτητα από το φύλο του αναλυτή, η πραγματικότητα του φύλου του μπορεί να παρεμποδίσει την ανάπτυξη της μίας ή να λειτουργήσει καταλυτικά στην ανάπτυξη της άλλης.
Πολλαπλές σχέσεις φύλου στην αναλυτική δυάδα
Τόσο ο αναλυτής όσο και ο αναλυόμενος διατηρούν κάτι από την αμφισεξουαλικότητα τους για όλη τους τη ζωή ακόμα και αν έχει πραγματωθεί η κλασσική οιδιπόδεια λύση που οδηγεί στην εγκαθίδρυση της θηλυκής ή της αρσενικής ταυτότητας για τη γυναίκα και τον άντρα αντίστοιχα. Αυτό σημαίνει ότι ο αναλυόμενος φέρνει στην αναλυτική σχέση μέσω του ασυνειδήτου του και το αρσενικό και το θηλυκό κομμάτι του τα οποία ο αναλυτής υποδέχεται με το δικό του αρσενικό και θηλυκό κομμάτι. Η αρσενική και η θηλυκή πλευρά αναλυτή και αναλυόμενου έχει προκύψει από τις ταυτίσεις με τους δύο γονείς αλλά και μεταγενέστερες ταυτίσεις με άλλα πρόσωπα καθώς και τα δικά τους ιδεώδη για το ένα και το άλλο φύλο. Το βιολογικό φύλο αναμένεται να έχει δώσει την πρωτοκαθεδρία μετά τη λύση του οιδιποδείου και την "επαναδιαπραγμάτευση" της εφηβείας στο αντίστοιχο ψυχικό αλλά αυτό δεν είναι πάντα δεδομένο ούτε για το ένα ούτε για το άλλο μέλος της αναλυτικής σχέσης.
Ακόμη όμως και όταν βιολογικό και ψυχικό φύλο συμπίπτουν, η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ μίας γυναίκας αναλύτριας με μία γυναίκα αναλυόμενη για παράδειγμα, δεν είναι μονοδιάσταση λόγω της ψυχικής αμφισεξουαλικότητας που διατηρείται για πάντα –αν και σε ποσοτικές διαβαθμίσεις- και στις δύο. Έτσι στην αναλυτική τους σχέση «παρόντες» είναι 1) η γυναίκα μέσα στη γυναίκα αναλύτρια με τη γυναίκα μέσα στη γυναίκα αναλυόμενη, 2) ο άντρας μέσα στη γυναίκα αναλυόμενη με τη γυναίκα στη γυναίκα αναλύτρια, 3) ο άντρας μέσα στη γυναίκα αναλυόμενη με τον άντρα μέσα στη γυναίκα αναλύτρια και 4) ο άντρας μέσα στη γυναίκα αναλύτρια με τη γυναίκα μέσα στη γυναίκα αναλυόμενη. Οπότε ουσιαστικά έχουμε όχι μόνο μία σχέση αλλά τέσσερις. Δύο που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε «ετεροφυλοφιλικές» και δύο «oμοφυλοφιλικές». Κατ´ ανάλογο τρόπο διαπλέκονται οι σχέσεις μεταξύ των αρσενικών και θηλυκών πλευρών των δύο μελών της αναλυτικής σχέσης σε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς της αναλυτικής δυάδας.
Οπότε σε κάθε αναλυτικό δίδυμο ανεξάρτητα αν τα δύο μέλη είναι ίδιου ή διαφορετικού φύλου, αναπτύσσονται τέσσερις σχέσεις φύλου από τις οποίες οι δύο είναι «ομοφυλοφιλικές» και οι δύο «ετεροφυλοφιλικές». Το ποια από αυτές θα είναι η πιο ισχυρή στη μεταβίβαση θα εξαρτηθεί εν μέρει από τα πραγματικά φύλα του αναλυτή και του αναλυόμενου, την σεξουαλική τους ταυτότητα και τις απωθήσεις ή τις καταστολές που ασυνείδητα θα ευνοήσουν ή θα υπονομεύσουν κάποια από αυτές (πώς για παράδειγμα το αρνητικό οιδιπόδειο ενός άντρα αναλυτή αν είναι κατασταλμένο μπορεί να επηρεάσει τη σχέση της θηλυκής του πλευράς με την αρσενική και τη θηλυκή πλευρά ενός άντρα αναλυόμενου του) αλλά και την φάση της θεραπείας που μπορεί να δημιουργήσει μεταβολές στην επικράτηση της μίας σχέσης φύλου έναντι των υπολοίπων. Η φάση της θεραπείας μπορεί να συνδεθεί και με το βάθος της παλινδρόμησης καθώς όταν ο αναλυόμενος βρίσκεται σε προ-οιδιπόδεια στάδια η σχέση με τη μητέρα είναι η κυρίαρχη και ο ίδιος βρίσκεται στη φάση της αμφισεξουαλικότητας όπου θα είναι ευμετάβλητες και ρευστές οι σχέσεις φύλου με τον αναλυτή είτε αυτός είναι άντρας είτε γυναίκα. Αντίθετα, μπορούμε να φανταστούμε ότι σε μία φάση της θεραπείας που βρίσκει τον θεραπευόμενο σε ένα μεταγενέστερο στάδιο της αναπτυξιακής του πορείας, η οιδιπόδεια προβληματική θα είναι πιο έντονη με τον άντρα αναλυόμενο για παράδειγμα να κάνει τη γυναίκα αναλύτρια αντικείμενο των σεξουαλικών του ενορμήσεων ή τον άντρα αναλυτή αντίστοιχα αντικείμενο των επιθετικών του ενορμήσεων και της αντιζηλίας του.
Καταλήγοντας σε αυτή τη συνοπτική ανάλυση του τρόπου με τον οποίο το φύλο της γυναίκας αναλύτριας αποτελεί μία σημαντική παράμετρο στην αναλυτική σχέση, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την άποψη μίας από τις σημαντικότερες γυναίκες της Ψυχαναλύσης στην Ελλάδα ότι η επιλογή του αναλυτή γίνεται κυρίως με ασυνείδητα κριτήρια[4]. Πράγματι ακόμη και όταν νομίζουμε ότι ξέρουμε τους λόγους για τους οποίους επιλέγουμε ένα αναλυτή ή θεραπευτή, στην πραγματικότητα αγνοούμε τι στο ασυνείδητο μας τον έχει επιλέξει. Μπορεί για παράδειγμα μία γυναίκα αναλυόμενη να επιλέξει μία γυναίκα αναλύτρια επειδή θεωρεί ότι νιώθει πιο άνετα να μιλάει με μία γυναίκα αλλά το ασυνείδητο κίνητρο της να είναι η πρωτογενής ομοφυλοφιλία της που την σπρώχνει σε μία επανένωση με την προ-οιδιπόδεια μητέρα. Στοιχεία δηλαδή του ψυχισμού της που χρειάζονται μία περαιτέρω επεξεργασία προκειμένου να ολοκληρωθεί η ψυχική της ωρίμανση και εκεί ενδεχομένως το ασυνείδητο επιλέγει βάσει μίας επιθυμίας για ίαση. Ή αντίθετα σε άλλη περίπτωση μπορεί να επιλέγει βάσει των αντιστάσεων και των αμυνών του ατόμου, το τραυματικό και αυτό που ασυνείδητα περιμένει ότι θα τον κρατήσει "πίσω". Είναι στο πεδίο ευθύνης του αναλυτή να δει πίσω από το προφανές το ασυνείδητο κίνητρο στην επιλογή του αναλυόμενου του και να συνυπολογίσει στην αναλυτική εργασία μαζί του το πως η συγκεκριμένη επιλογή στην οποία το φύλο έχει παίξει ρόλο, εγγράφεται στην ιστορία και την ασυνείδητη προβληματική του.
[1] Αυτό το φαινόμενο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μείωση του ενδιαφέροντος των ψυχιάτρων για την Ψυχανάλυση από τις δεκαετίες ᾽70-᾽80 κι έπειτα και το γεγονός ότι ουσιαστικά οι γυναίκες (κυρίως ψυχολόγοι) αντικατέστησαν τους άνδρες (κυρίως ψυχιάτρους) που μέχρι τότε εκπαιδεύονταν ως ψυχαναλυτές στα ψυχαναλυτικά ινστιτούτα.
[2] Μία από τις πέντε περιπτώσεις γυναικών από τις Μελέτες για την Υστερία (Μπρόυερ & Φρόυντ, 1895, στα Ελληνικά εκδ. Επίκουρος 2002, μετ. Λευτέρης Αναγνώστου)
[3] Η συγγραφέας δεν υπανίσσεται εδώ ότι υπάρχει αιτιολογική σχέση ανάμεσα στη θεωρητική κατεύθυνση του ινστιτούτου του Lacan και το συγκεκριμένο συμβάν. Στηλιτεύει τη γενικότερη νοοτροπία στους ψυχαναλυτικούς θεσμούς της όχι και τόσο μακρινής εποχής της που θέλει την ανδρική σεξουαλικότητα να αποτελεί “άβατο” τη στιγμή που η αντίστοιχη γυναικεία έχει υπάρξει αντικείμενο αναρίθμητων ψυχαναλυτικών κειμένων και βασικό πεδίο ενδιαφέροντος στην ψυχαναλυτική εκπαίδευση και πρακτική.
[4] Προσωπική επικοινωνία.
Βιβλιογραφία
Chodorow NJ. [Psychoanalysis and female psychoanalysts]. Psyche (Stuttg). 1987 Sep; 41(9):800-31
Goldberger, M. and Evans, D. (1985). On Transference Manifestations in Male Patients with Female Analysts. Int. J. Psycho-Anal., 66:295-309
Gornick, L.K. (1986). Developing a New Narrative: The woman Therapist and the Male Patient. Psychoanal. Psychol., 3(4):299-325
Kulish, N.M. (1989). Gender and Transference. Psychoanal. Psychol., 6(1):59-71
Raphling, D.L. and Chused, J.F. (1988). Transference Across Gender Lines. J. Amer. Psychoanal. Assn., 36:77-104
Tyson, P. (1982). A Developmental Line of Gender Identity, Gender Role, and Choice of Love Object. J. Amer. Psychoanal. Assn., 30:61-86
Το ενδιαφέρον για τον ρόλο του φύλου και την γυναίκα αναλύτρια
Με τη σεξουαλική επανάσταση του ᾽60 που αναμφισβήτητα επηρέασε καίρια και την Ψυχανάλυση τόσο θεωρητικά όσο και θεσμικά, αλλά κυρίως τις δεκαετίες του ᾽70 και του ᾽80 που εδραιώθηκε η γυναικεία χειραφέτηση και προωθήθηκε η ισότητα των φύλων, παρατηρούμε μία τάση στο ενδιαφέρον των ψυχαναλυτών, κυρίως γυναικών (ενδεικτικά Benedek, 1973; Carter, 1971; Chappell, 1981; Goldberg, 1979), να μελετήσουν τον τρόπο με τον οποίο το φύλο επηρεάζει την αναλυτική εργασία που διεξάγεται από γυναίκες αναλύτριες τόσο με γυναίκες όσο και με άντρες αναλυόμενους.
Ψυχαναλυτικές συγγραφείς όπως η Gornick προσπαθούν να τεκμηριώσουν την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου αφηγήματος στην ψυχαναλυτική κλινική που θα λαμβάνει υπόψη του τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζονται στην ανάλυση ανδρών από γυναίκες αναλύτριες. Βασικές από αυτές είναι η εξουσία της γυναίκας μέσα στην αναλυτική σχέση με τα ζητήματα που αυτή εγείρει τόσο στη μεταβίβαση όσο και στην πραγματική σχέση, καθώς και η εγγύτητα με τη γυναίκα αναλύτρια ως προ-οιδιποδιακή μητέρα που ξυπνά, ειδικά στον άνδρα αναλυόμενο, φόβους για μία εκ νέου συγχώνευση μαζί της η οποία θα αναιρούσε την επίτευξη της διεργασίας αποχωρισμού-εξατομίκευσης βάσει της οποίας ο άντρας έχει απο-ταυτιστεί από τη μητέρα του και έχει δομήσει την αρσενική του ταυτότητα.
Σε ένα από τα άρθρα της (1985) που ασχολούνται με το θέμα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που διέπουν την γυναικεία αναλυτική εργασία γράφει:
“Oταν ο Freud έγραφε για την Καταρίνα[2], ακολουθούσε την παράδοση που ήθελε τους άντρες να γράφουν ιστορίες γυναικών. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, οι γυναίκες άρχισαν να ανακτούν αυτή την εξουσία και να γράφουν οι ίδιες τις ιστορίες τους. Η γυναίκα θεραπεύτρια με τον άντρα ασθενή προχωρά ένα βήμα παραπέρα σε αυτή την πορεία γράφοντας την ιστορία ενός άντρα. Όπως μαρτυρά η πιο πρόσφατη ρήξη στο (ψυχαναλυτικό) ινστιτούτο του Lacan μετά την προσπάθεια της Michèle Montrelay να διοργανώσει ένα σεμινάριο πάνω στην ανδρική σεξουαλικότητα, το βλέμα των γυναικών πάνω στους άνδρες μπορεί να εγείρει φόβους όχι μόνο στο αναλυτικό δωμάτιο αλλά και στους (ψυχαναλυτικούς) θεσμούς”.[3]
Πέρα όμως από τη θέση της γυναίκας που εξελίχθηκε από το ´60 κι έπειτα προάγωντας την παρουσία και τη δράση της στα διάφορα επιστημονικά πεδία συμπεριλαμβανομένου αυτού της Ψυχανάλυσης, σημαντικό ρόλο στην ενασχόληση των ψυχαναλυτών με το θέμα του φύλου στην αναλυτική σχέση, έπαιξε και το αυξανόμενο ενδιαφέρον της ψυχαναλυτικής κοινότητας για την επίδραση της πραγματικής σχέσης (δηλαδή τα στοιχεία της σχέσης που δεν περιλαμβάνουν τη μεταβίβαση) και τα χαρακτηριστικά του αναλυτή ως προσώπου στην αναλυτική εργασία.
Όπως γράφουν οι Raphling και Chused (1988)
“Η αλληλεπίδραση μεταξύ των αντιλήψεων του αναλυτή ως ένα πραγματικό αντικείμενο και μίας εικόνας μεταβίβασης ενθάρρυναν την εκτενή έρευνα στη θεμελιώδη φύση της ψυχαναλυτικής θεραπείας. Μία αυξανόμενη εκτίμηση της “μήτρας” μέσα στην οποία οι ψυχικές συγκρούσεις επικαιροποιούνται ως νεύρωση μεταβίβασης, οδήγησε τους αναλυτές σε πιο προσεκτική εξέταση της αλληλεπίδρασης των ενδοψυχικών και εξωτερικών δυνάμεων και της επίδρασης τους στην αναλυτική κατάσταση. Αυτή η σχέση συμφραζομένων κατέστησε αναγκαία, με τη σειρά της, να επανεξετάσει τη φύση της πραγματικότητας στην αναλυτική κατάσταση”.
Σε αυτό το πλαίσιο κατανόησης, η επίδραση του φύλου του αναλυτή στο σχηματισμό της νεύρωσης μεταβίβασης είναι σύμφωνα με τους ίδιους μία ιδιαίτερα σημαντική πτυχή της πολύπλοκης σχέσης μεταξύ ενδοψυχικού και διαπροσωπικού. Η παραδοσιακή άποψη της ψυχανάλυσης ότι για τους περισσότερους ασθενείς το φύλο του αναλυτή ούτε παρεμβαίνει ούτε θα έπρεπε να παρεμβαίνει στην ανάπτυξη της νεύρωσης μεταβίβασης αντικρούστηκε από πολλούς ψυχαναλυτικούς συγγραφείς (ενδεικτικά Benedek, 1972; Karme, 1979; Mogul, 1982), γυναίκες και άντρες, οι οποίοι μελετώντας τη μεταβίβαση διαπίστωσαν ότι ακόμη και αν γυναίκες και άντρες αναλυτές μπορούν να γίνουν αμφότεροι αντικείμενα πατρικής και μητρικής μεταβίβασης, η σειρά με την οποία παρουσιάζεται η κάθε μεταβίβαση ή η κάποια ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά της επηρεάζονται από το φύλο του αναλυτή.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι και ο ίδιος ο Freud τροποποίησε την αρχική του άποψη ότι η νεύρωση μεταβίβασης δεν επηρεάζεται από το πραγματικό πρόσωπο του αναλυτή και όταν το 1917 παρατήρησε ότι οι άνδρες αναλυόμενοι του είχαν την τάση να δημιουργούν πιο εχθρικές μεταβιβάσεις στο πρόσωπο του συγκριτικά με τις γυναίκες αναλυόμενες, το απέδωσε στο γεγονός ότι είναι άνδρας. Επιπλέον το 1931 στο άρθρο του για τη γυναικεία σεξουαλικότητα, επεσήμανε ότι το φύλο του αναλυτή μπορεί να κάνει διαφορά στην ένταση κάποιων συναισθημάτων στη μεταβίβαση αφού οι προ-οιδιπόδειες μητρικές μεταβιβάσεις είναι πιο έντονες στις αναλύσεις που διεξάγονται από γυναίκες αναλύτριες. Συνεπώς ο Freud φαίνεται να οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι παρ᾽ όλο που η μητρική ή η πατρική μεταβίβαση μπορεί να αναπτυχθεί ανεξάρτητα από το φύλο του αναλυτή, η πραγματικότητα του φύλου του μπορεί να παρεμποδίσει την ανάπτυξη της μίας ή να λειτουργήσει καταλυτικά στην ανάπτυξη της άλλης.
Πολλαπλές σχέσεις φύλου στην αναλυτική δυάδα
Τόσο ο αναλυτής όσο και ο αναλυόμενος διατηρούν κάτι από την αμφισεξουαλικότητα τους για όλη τους τη ζωή ακόμα και αν έχει πραγματωθεί η κλασσική οιδιπόδεια λύση που οδηγεί στην εγκαθίδρυση της θηλυκής ή της αρσενικής ταυτότητας για τη γυναίκα και τον άντρα αντίστοιχα. Αυτό σημαίνει ότι ο αναλυόμενος φέρνει στην αναλυτική σχέση μέσω του ασυνειδήτου του και το αρσενικό και το θηλυκό κομμάτι του τα οποία ο αναλυτής υποδέχεται με το δικό του αρσενικό και θηλυκό κομμάτι. Η αρσενική και η θηλυκή πλευρά αναλυτή και αναλυόμενου έχει προκύψει από τις ταυτίσεις με τους δύο γονείς αλλά και μεταγενέστερες ταυτίσεις με άλλα πρόσωπα καθώς και τα δικά τους ιδεώδη για το ένα και το άλλο φύλο. Το βιολογικό φύλο αναμένεται να έχει δώσει την πρωτοκαθεδρία μετά τη λύση του οιδιποδείου και την "επαναδιαπραγμάτευση" της εφηβείας στο αντίστοιχο ψυχικό αλλά αυτό δεν είναι πάντα δεδομένο ούτε για το ένα ούτε για το άλλο μέλος της αναλυτικής σχέσης.
Ακόμη όμως και όταν βιολογικό και ψυχικό φύλο συμπίπτουν, η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ μίας γυναίκας αναλύτριας με μία γυναίκα αναλυόμενη για παράδειγμα, δεν είναι μονοδιάσταση λόγω της ψυχικής αμφισεξουαλικότητας που διατηρείται για πάντα –αν και σε ποσοτικές διαβαθμίσεις- και στις δύο. Έτσι στην αναλυτική τους σχέση «παρόντες» είναι 1) η γυναίκα μέσα στη γυναίκα αναλύτρια με τη γυναίκα μέσα στη γυναίκα αναλυόμενη, 2) ο άντρας μέσα στη γυναίκα αναλυόμενη με τη γυναίκα στη γυναίκα αναλύτρια, 3) ο άντρας μέσα στη γυναίκα αναλυόμενη με τον άντρα μέσα στη γυναίκα αναλύτρια και 4) ο άντρας μέσα στη γυναίκα αναλύτρια με τη γυναίκα μέσα στη γυναίκα αναλυόμενη. Οπότε ουσιαστικά έχουμε όχι μόνο μία σχέση αλλά τέσσερις. Δύο που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε «ετεροφυλοφιλικές» και δύο «oμοφυλοφιλικές». Κατ´ ανάλογο τρόπο διαπλέκονται οι σχέσεις μεταξύ των αρσενικών και θηλυκών πλευρών των δύο μελών της αναλυτικής σχέσης σε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς της αναλυτικής δυάδας.
Οπότε σε κάθε αναλυτικό δίδυμο ανεξάρτητα αν τα δύο μέλη είναι ίδιου ή διαφορετικού φύλου, αναπτύσσονται τέσσερις σχέσεις φύλου από τις οποίες οι δύο είναι «ομοφυλοφιλικές» και οι δύο «ετεροφυλοφιλικές». Το ποια από αυτές θα είναι η πιο ισχυρή στη μεταβίβαση θα εξαρτηθεί εν μέρει από τα πραγματικά φύλα του αναλυτή και του αναλυόμενου, την σεξουαλική τους ταυτότητα και τις απωθήσεις ή τις καταστολές που ασυνείδητα θα ευνοήσουν ή θα υπονομεύσουν κάποια από αυτές (πώς για παράδειγμα το αρνητικό οιδιπόδειο ενός άντρα αναλυτή αν είναι κατασταλμένο μπορεί να επηρεάσει τη σχέση της θηλυκής του πλευράς με την αρσενική και τη θηλυκή πλευρά ενός άντρα αναλυόμενου του) αλλά και την φάση της θεραπείας που μπορεί να δημιουργήσει μεταβολές στην επικράτηση της μίας σχέσης φύλου έναντι των υπολοίπων. Η φάση της θεραπείας μπορεί να συνδεθεί και με το βάθος της παλινδρόμησης καθώς όταν ο αναλυόμενος βρίσκεται σε προ-οιδιπόδεια στάδια η σχέση με τη μητέρα είναι η κυρίαρχη και ο ίδιος βρίσκεται στη φάση της αμφισεξουαλικότητας όπου θα είναι ευμετάβλητες και ρευστές οι σχέσεις φύλου με τον αναλυτή είτε αυτός είναι άντρας είτε γυναίκα. Αντίθετα, μπορούμε να φανταστούμε ότι σε μία φάση της θεραπείας που βρίσκει τον θεραπευόμενο σε ένα μεταγενέστερο στάδιο της αναπτυξιακής του πορείας, η οιδιπόδεια προβληματική θα είναι πιο έντονη με τον άντρα αναλυόμενο για παράδειγμα να κάνει τη γυναίκα αναλύτρια αντικείμενο των σεξουαλικών του ενορμήσεων ή τον άντρα αναλυτή αντίστοιχα αντικείμενο των επιθετικών του ενορμήσεων και της αντιζηλίας του.
Καταλήγοντας σε αυτή τη συνοπτική ανάλυση του τρόπου με τον οποίο το φύλο της γυναίκας αναλύτριας αποτελεί μία σημαντική παράμετρο στην αναλυτική σχέση, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την άποψη μίας από τις σημαντικότερες γυναίκες της Ψυχαναλύσης στην Ελλάδα ότι η επιλογή του αναλυτή γίνεται κυρίως με ασυνείδητα κριτήρια[4]. Πράγματι ακόμη και όταν νομίζουμε ότι ξέρουμε τους λόγους για τους οποίους επιλέγουμε ένα αναλυτή ή θεραπευτή, στην πραγματικότητα αγνοούμε τι στο ασυνείδητο μας τον έχει επιλέξει. Μπορεί για παράδειγμα μία γυναίκα αναλυόμενη να επιλέξει μία γυναίκα αναλύτρια επειδή θεωρεί ότι νιώθει πιο άνετα να μιλάει με μία γυναίκα αλλά το ασυνείδητο κίνητρο της να είναι η πρωτογενής ομοφυλοφιλία της που την σπρώχνει σε μία επανένωση με την προ-οιδιπόδεια μητέρα. Στοιχεία δηλαδή του ψυχισμού της που χρειάζονται μία περαιτέρω επεξεργασία προκειμένου να ολοκληρωθεί η ψυχική της ωρίμανση και εκεί ενδεχομένως το ασυνείδητο επιλέγει βάσει μίας επιθυμίας για ίαση. Ή αντίθετα σε άλλη περίπτωση μπορεί να επιλέγει βάσει των αντιστάσεων και των αμυνών του ατόμου, το τραυματικό και αυτό που ασυνείδητα περιμένει ότι θα τον κρατήσει "πίσω". Είναι στο πεδίο ευθύνης του αναλυτή να δει πίσω από το προφανές το ασυνείδητο κίνητρο στην επιλογή του αναλυόμενου του και να συνυπολογίσει στην αναλυτική εργασία μαζί του το πως η συγκεκριμένη επιλογή στην οποία το φύλο έχει παίξει ρόλο, εγγράφεται στην ιστορία και την ασυνείδητη προβληματική του.
[1] Αυτό το φαινόμενο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μείωση του ενδιαφέροντος των ψυχιάτρων για την Ψυχανάλυση από τις δεκαετίες ᾽70-᾽80 κι έπειτα και το γεγονός ότι ουσιαστικά οι γυναίκες (κυρίως ψυχολόγοι) αντικατέστησαν τους άνδρες (κυρίως ψυχιάτρους) που μέχρι τότε εκπαιδεύονταν ως ψυχαναλυτές στα ψυχαναλυτικά ινστιτούτα.
[2] Μία από τις πέντε περιπτώσεις γυναικών από τις Μελέτες για την Υστερία (Μπρόυερ & Φρόυντ, 1895, στα Ελληνικά εκδ. Επίκουρος 2002, μετ. Λευτέρης Αναγνώστου)
[3] Η συγγραφέας δεν υπανίσσεται εδώ ότι υπάρχει αιτιολογική σχέση ανάμεσα στη θεωρητική κατεύθυνση του ινστιτούτου του Lacan και το συγκεκριμένο συμβάν. Στηλιτεύει τη γενικότερη νοοτροπία στους ψυχαναλυτικούς θεσμούς της όχι και τόσο μακρινής εποχής της που θέλει την ανδρική σεξουαλικότητα να αποτελεί “άβατο” τη στιγμή που η αντίστοιχη γυναικεία έχει υπάρξει αντικείμενο αναρίθμητων ψυχαναλυτικών κειμένων και βασικό πεδίο ενδιαφέροντος στην ψυχαναλυτική εκπαίδευση και πρακτική.
[4] Προσωπική επικοινωνία.
Βιβλιογραφία
Chodorow NJ. [Psychoanalysis and female psychoanalysts]. Psyche (Stuttg). 1987 Sep; 41(9):800-31
Goldberger, M. and Evans, D. (1985). On Transference Manifestations in Male Patients with Female Analysts. Int. J. Psycho-Anal., 66:295-309
Gornick, L.K. (1986). Developing a New Narrative: The woman Therapist and the Male Patient. Psychoanal. Psychol., 3(4):299-325
Kulish, N.M. (1989). Gender and Transference. Psychoanal. Psychol., 6(1):59-71
Raphling, D.L. and Chused, J.F. (1988). Transference Across Gender Lines. J. Amer. Psychoanal. Assn., 36:77-104
Tyson, P. (1982). A Developmental Line of Gender Identity, Gender Role, and Choice of Love Object. J. Amer. Psychoanal. Assn., 30:61-86