από τον Στέλιο Μακρή

Η έννοια της συμπληρωματικότητας των αντιθέτων, αντλεί την αδιαφιλονίκητη οντότητά της από τη μετωνυμία των φυσικών φαινομένων στην αρχαιότητα (π.χ. ήλιος/μέρα-φεγγάρι/νύχτα) που έθρεψε ηθικολογικές αντιστίξεις στα θρησκευτικά συστήματα, και αργότερα επιστεγάστηκε από τις επιστήμες (θετικές/αρνητικές ηλεκτρικές φόρτισεις – γλωσσολογική εννοιολογία –– ενορμήσεις ζωής και θανάτου στην ψυχανάλυση με την έννοια της συμπληρωματικότητας και όχι της αντίθεσης). Ο διαχωρισμός των αντιθέτων μέσα από το πρίσμα της αδιαμφισβήτητης συνύπαρξής τους, εμποδίζει την αντίληψη ενός καλού χωρίς το κακό, της αγάπης χωρίς το μίσος, του περιέχοντος χωρίς το περιεχόμενο, του θηλυκού χωρίς το αρσενικό από το οποίο διαφοροποιείται αλλά με το οποίο συμπληρώνεται. Στο συμπόσιο του Πλάτωνα ο Αριστοφάνης περιγράφει τον πλατωνικό μύθο των δίφυλων όντων που ο Δίας χώρισε για να τιμωρήσει την παντοδυναμία τους, ορίζοντας το πεπρωμένο της αέναης αναζήτησης του άλλου τους μισού. Τα δύο που συναρθρώνονται στο ένα, το ‘‘έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν’’, είναι μια οικουμενική ιδέα που συναντούμε και στην τέχνη, από την πρωτογενώς αμφίφυλη Seraphita του Balzac, ως τις ανδρόγυνες μορφές της pop κουλτούρας, όπως ο Prince ή o David Bowie, με την εικόνα του κατέχοντος και τα δύο φύλα υποκειμένου.
Καθένας γεννιέται με ένα φύλο, φέρει ωστόσο και τα δύο, όντας καρπός – συνήθως – δύο γονιών διαφορετικού φύλου, που φέρουν κι εκείνοι ενδοψυχικά και τα δύο φύλα. Η σεξουαλική πράξη είναι ένα γεγονός που εμπλέκει τέσσερα άτομα, σημειώνει ο Freud σε επιστολή του στον Fliess, τονίζοντας την ενδοψυχική οντότητα των δί-φυλων εσωτερικών αντικειμένων (Masson, 1985). Το ανθρώπινο είναι απόλυτα συνδεδεμένο με την απώλεια και την αναζήτηση, το κενό και την πλήρωσή του. Η μητέρα και το περιεχόμενο έμβρυο, το βρέφος και η εμπεριέχουσα μητρική αγκαλιά, οι αποχωρισμοί που ευνοούν την αντικειμενοποίηση του άλλου (αντί-κείμαι), την υποκεμενοποίηση του εαυτού. Στην αρχιτεκτονική του ψυχισμού δεσπόζει το ερωτικό καλούπι του οποίου το πεπρωμένο είναι η αιώνια αναζήτηση της πλήρωσής του.
Η βρεφική και παιδική ηλικία, χάριν στον Freud και παρά τις διαρκείς αντιστάσεις - έναντι της εμπέδωσης της αποφασιστικής τους σημασίας για τη γέννεση της σεξουαλικότητας λόγω κυρίως του θριάμβου της απώθησης - αποτελούν την πηγή των αμφιφυλικών ρευμάτων που διαπνέουν τον ψυχισμό ανεξαρτήτως φύλου. Απομακρυνόμενη απο το βιολογικό της ''λειτούργημα'', η σεξουαλικότητα αποτελεί το σημαντικότερο επίκτητο διακύβευμα απόλαυσης της σωματοψυχικής οντότητας. Απομακρυνόμενη από το ένστικτο, συναντιέται με την ψυχαναλυτική έννοια της ενόρμησης. Ενώ το ένστικτο ‘‘ξεδιψά’’, οι ενορμήσεις ζωής συνδεδεμένες απόλυτα και αέναα με φαντασιωτικές αναπαραστάσεις, αναζητούν συνεχώς νέους σκοπούς για να επενδύσουν αντικείμενα όχι αποκλειστικά γενετήσια (δηλαδή αμιγώς σεξουαλικά με την έννοια του οργάνου), αλλά πολύμορφα, ανανεούμενα, και διαρκώς συμπλεκόμενα με τις ενορμήσεις του θανάτου. Επιτομή αυτού η σεξουαλική πράξη, συμπυκνώνει και τις δύο ενορμητικές πλευρές ερχόμενη εις πέρας με τον ‘‘μικρό θάνατο’’ (‘‘petit mort’’) της στιγμής του οργασμού που ‘‘συμβαίνει’’ στο υποκείμενο, βυθίζωντάς το ανεξαρτήτως φύλου στην παθητικότητα (André, 2003).
Για τον Freud, η μετάβαση από τη ναρκισσιστική libido (του Εγώ) σε αυτήν του αντικειμένου, προϋποθέτει τη διάθεση με οικονομικούς όρους των ενεργών ποσών λιβιδινικής ενέργειας προς αντικείμενα εκτός του Εγώ (Freud, 19ο5b). Ωστόσο η ιδιαιτερότητά της καθιστά δυνατή ακόμα και την υπέρβαση της ανατομικής-βιολογικής καθοριστικότητας, επιβάλλοντας τη δική της, α-νόητη συχνά, πραγματικότητα. Σε αυτό το ''ανοιχτό'' ψυχοσεξουαλικό περιβάλλον, καθετί δύναται να επενδυθεί λιβιδινικά, τιθέμενο στην υπηρεσία της ευχαρίστησης-επιθυμίας: από μια ερωτογενή ζώνη (στοματικές καθηλώσεις-παλινδρομήσεις) και ένα μερικό (φετιχιστικό) αντικείμενο, έως την παντοδύναμη ψευδαισθητική θέση κατοχής και των δύο φύλων ή τις εμποτισμένες από τη μετουσίωση της σεξουαλικότητας πιο ''απομακρυσμένες'' περιοχές της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της διανοητικής εργασίας. Η επιθυμία ωστόσο δύναται να κινδυνεύσει με εκμηδένιση, όταν το υποκείμενο καθηλώνεται είτε σε αντικείμενα ανάγκης (π.χ. ναρκωτικές ουσιές), είτε στο διαστροφικό σενάριο που αναβιώνει με απελπιστικά επαναληπτικό τρόπο την προσκόλληση στα μερικά αντικείμενα της παιδικής σεξουαλικότητας.
Η ψυχική αμφιφυλία γίνεται αντιληπτή ως εσωτερική σχέση του υποκειμένου με το άλλο φύλο, με τη στήριξη της ασυνείδητης φαντασιωτικής λειτουργίας. Ετσι επιτυγχάνεται η συμβολική πρόσβαση στο άλλο φύλο που κανείς εκ των πραγμάτων απαρνείται ταυτιζόμενος με το ίδιο, ωστόσο το επενδύει και το εμπεριέχει ψυχικά.
Το ερώτημα της διαφοράς των φύλων, πέρα από τη συγκλονιστική του διάσταση για το παιδί που την ανακαλύπτει, αποτελεί ζήτημα που απασχολεί την ψυχανάλυση διαχρονικά. Ο Freud (1895, 1914) αρχικά διστάζει να καταλήξει σε μια εσωτερική θηλυκή ή αρσενική ψυχική οντότητα έχοντας κατά νου τα βιολογικά χαρακτηριστικά που μοιράζονται τα δύο φύλα. Το 1915 έχει μάλλον καταλήξει υπέρ μιας εσωτερικής αμφισεξουαλικής προδιάθεσης και στη συνέχεια συνδέει το άρρεν και το θήλυ με το ενεργητικό και παθητικό της πρωτογενούς διαδικασίας. Στο ‘‘Εγώ και το Αυτό’’ εξετάζει μια πρωτογενή αμφισεξουαλικότητα πριν από τις δευτερογενείς ταυτίσεις που στην οιδιπόδεια φάση οδηγούν στην εγκαθίδρυση της σεξουαλικής ταυτότητας πάνω στο έδαφος μιας δευτερογενούς αμφιφυλίας (Freud, 1923a). Φαίνεται ωστόσο ότι η ψυχική αφομοίωση της σωματικής μορφολογίας (αιχμές και στόμια) σε συνάρτηση με τη σύμπραξη ενόρμησης και αναπαράστασης πάνω στο έδαφος της συνάντησης με τα γονεϊκά αντικείμενα, δημιουργεί ένα εσωτερικό αντικείμενο που λειτουργεί ως βάση πάνω στην οποία ‘‘παντρεύονται’’ θηλυκές-μητρικές και αρσενικές-πατρικές λειτουργίες (André, 2oo1).
Το ζήτημα ωστόσο της αμφιφυλίας θέτει εκ των πραγμάτων το ζήτημα της απροσπέλαστης και ανοίκειας ‘‘μαύρης ηπείρου’’ της θηλυκής σεξουαλικότητας που αφέθηκε από τον Freud σε ημίφως, που εμβληματικά σκιαγραφείται με τη γνωστή του φράση, ‘‘ας μιλήσουν για αυτές οι ποιητές’’. Ο Freud εμένει στην άποψη οτι η θηλυκή γεννητικότητα προκύπτει με την εφηβική ωρίμανση και ως τότε το κορίτσι ετεροπροσδιορίζεται σεξουαλικά λόγω των προσταγών της ανατομίας. Ο φαλλός έχει την πρωτοκαθεδρία, όντας το κεντρικό αντικείμενο της επιθυμίας είτε έχοντας χαθεί είτε δυνάμενος να χαθεί, αποτελώντας την αέναη πηγή του άγχους ευνουχισμού στους άνδρες, και το αντικείμενο πένθους και επιθυμίας για τις γυναίκες, και εν τέλει τον βασικό οργανωτή του ψυχισμού, μιας και ότι έχει χαθεί δεν μπορεί να ξεφύγει από το μοιραίο της επιδίωξης αντικατάστασής του.
Μια πρώτη αμφισβήτηση έρχεται το 1922 από την Horney, σχετικά με τη θέση του Freud για το φθόνο του πέους, και στη συνέχεια και άλλοι ψυχαναλυτές με προεξάρχοντα τον Abraham, και στη συνέχεια τους ‘‘λονδρέζους’’ Melanie Klein, Jones αλλά και τον Fenichel διαφοροποιήθηκαν από τις θέσεις του Freud σε σχέση με τη γυναικεία σεξουαλικότητα και με κεντρικό ζήτημα την ύπαρξη ή όχι πρώιμων κολπικών αισθήσεων σε αντίθεση με την πάγια θέση του Freud για παραγνώριση (‘‘απώθηση’’ διαμαρτύρεται ο Abraham) του κόλπου μέχρι την εφηβεία (Gay, 2ο12, André, 2ο13). Μάλιστα ο Freud επισφραγίζει την πρωτοκαθεδρία του φαλλού θεωρώντας ότι δεν είναι καν οι διαδικασίες της ήβης που ξυπνούν τον κόλπο αλλά η ίδια η πράξη της συνουσίας. Μέχρι τότε ο κλειτοριδικός αυτοερωτισμός του κοριτσιού ετεροπροσδιορίζεται από τη γεννητική σεξουαλική λειτουργία του αγοριού. Στη συνέχεια η λακανική παράδοση υπερθεματίζοντας, ακολουθεί τη γραμμή της ‘‘αρρενωπότητας’’ της παιδικής σεξουαλικότητας. Η διαφορά των φύλων λοιπόν κανονίζεται από το βαθμό παρουσίας του φαλλικού σημαίνοντος της πατρικής λειτουργίας κατά το ζεύγος αντιθέτων φαλλικό/ευνουχισμένο. Το κορίτσι από τη στιγμή που αποενστικτοποιείται και με την επενέργεια του ρεύματος των ενορμήσεων, οδηγείται στη λεωφόρο των σημαινόντων, εντάσσεται στη λειτουργία του λιβιδινικού συστήματος και υποτάσσεται όπως και το αγόρι στην κυριαρχία του φαλλού (André, 2οο1).
Ψυχαναλυτές όπως οι Stoller, André Green, Julia Kristeva και άλλοι, θεωρούν ότι το έδαφος ανάδυσης της σεξουαλικότητας και το αέναο στήριγμα της ψυχικής αμφιφυλίας είναι πρωτογενώς θηλυκό (Agostini, 2οο5). Το πρώιμο κυρίαρχο ενορμητικό περιβάλλον (πηγάζουσα ενόρμηση-ικανοποίησή/σβήσιμό της), που προηγείται της ταυτισιακής διάκρισης αρσενικού-θηλυκού, συμπυκνώνει τις δύο αυτές πλευρές, μιας και η ενόρμηση είναι ενεργητική, αλλά ο εδρεύων στο σώμα στόχος της δεκτικός-επιστημοφιλικός, καλλιεργώντας έτσι τους σπόρους της ψυχικής αμφιφυλίας αλλά και της πρωτογενούς θηλυκότητας όπως ανακοινώνει η Μέλανι Κλάιν το 1928, ανοίγωντας δρόμους για την εξερεύνηση πολλαπλών επιπέδων της αμφιφυλίας (Klein, 1979).
Σχετικά με τη σημαίνουσα λειτουργία της αρσενικής και θηλυκής σωματικής μορφολογίας, ο Ferenczi το 1924, στη θεώρηση του για την αμφιμειξία σημειώνει τη συμβατότητα αντιστοιχίας μεταξύ των γεννητικών οργάνων σύμφωνα με το μοντέλο ζεύγους ερωτογενής ζώνη/μερικό αντικείμενο (βρεφικό στόμα-στήθος) (Ferenzci, 2ο15). Σε πρωτογενές επίπεδο ωστόσο, το θηλυκό όργανο γίνεται ‘‘διαισθητικά αντιληπτό’’ μέσω της παρουσίας του αρσενικού οργάνου, είτε αυτό είναι παρόν στην πραγματικότητα είτε γίνεται παρόν μέσω της ψευδαίσθησης, κάτι που ανιστρόφως ισχύει για το αρσενικό. Είναι πολύ νωρίς για την ανάπτυξη μιας ετερότητας. Αυτό που κυριαρχεί είναι το πρωτογενές αδιαφοροποίητο αίσθημα (Gutton, 1997).
Σύμφωνα με τον Agostini (2οο5) πάνω στη μορφολογία του μητρικού στήθους, με τις μαλακές - ‘‘θηλυκές’’ υποδεκτικές του επιφάνειες και τα σκληρά ‘‘αρσενικά’’ διεισδύοντα μέρη του: εκεί που συναρθρώνεται η πατρική λειτουργία σταθερότητας-καθετότητας με την οριζόντια και περιέχουσα μητρική λειτουργία, γεννώνται τα αμφισεξουαλικά ψυχικά περιβλήματα που είναι ωστόσο πρωτογενώς θηλυκά. Σε αυτή την πρώιμη περίοδο κυριαρχεί η στοματικότητα, που προεικονίζει το θηλυκό και στα δύο φύλα, με την έννοια μιας προ-θηλυκότητας που αποτελεί πρότυπο της μεταγενέστερης θηλυκότητας (Jones, 1927). Το θηλυκό δεν τοποθετείται προς το παρόν αντιστικτικά έναντι του αρσενικού, μιας και η καθεαυτή θηλυκότητα προϋποθέτει τη φαντασιωτική σύνδεση με τη σαγηνευτική ή τραυματική διειδύουσα λειτουργία της πατρικής γεννητικότητας που με όρους εισβολής του αντικειμένου στο Εγώ δύναται να προκαλέσει ναρκισσιστική ρήξη που συνδεδεμένη με την αναπαράσταση της υποδέχουσας- διεισδυόμενης σωματικής έδρας (στοματικής ή γεννητικής) μπορεί να παράξει αργότερα παθολογίες όπως της ανορεξίας (André, 2οο1). Ίσως η στάση σωματικής απόστασης του πατέρα, κυρίως σε παλαιότερες εποχές, απέναντι στο βρέφος σε σχέση με τα κανακέματά του, να προδίδει μια ασυνείδητη προστασία σε σχέση με την απαραίτητη (φαντασιακή) διεισδυτικότητα που καλλιεργεί τη θηλυκή σεξουαλικότητα: ‘‘μένω μακριά, δεν αγγίζω, μην κάνω ζημιά’’.
Η ενόρμηση λοιπόν κατακλύζει τη στοματική περιοχή του βρέφους δίνοντας αφορμή για ανάπτυξη φαντασιωτικών σχημάτων που αφορούν τις σωματικές λειτουργίες. Το στήθος που για τη μητέρα είναι ένα αντικείμενο θρέψης του βρέφους δεν γίνεται να χάσει τη σεξουαλική του διάσταση. Αποτελεί ερωτικό αντικείμενο της μητέρας. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί τη δυσκολία πολλών σύγχρονων μητέρων να αποεπενδύσουν το θηλασμό που κάποιες φορές κρατά για χρόνια, καλύπτοντας τη φαλλικόμορφη ερωτική ικανοποίηση που λαμβάνουν από το διεισδύον στήθος, με το ψευδές πέπλο του "οφέλους για το παιδί". Κάτι που αναδεικνύει ο Freud στις τρεις μελέτες όταν αναφέρει ‘‘τα συναισθήματα’’ της μητέρας ‘‘πού προέρχονται από τη δική της σεξουαλική ζωή’’. Σύμφωνα με τον Jacques André ο πατέρας ως σεξουαλικό αντικείμενο εσωτερικευμένο στη μητέρα είναι ήδη παρόν. Κάτι από τον πατέρα, τουλάχιστον ένα κομμάτι που για τη μητέρα τον αντιπροσωπεύει, ‘‘εμφυτεύεται’’ στο παιδί. Η πρωτογενής απώθηση βρίσκεται ήδη σε λειτουργία. Οι αναπαραστάσεις αυτές δημιουργούν ψυχικές εγγραφές εξαιρετικά νωρίς, διαμορφώνοντας τον σκληρό πυρήνα του ασυνείδητου και δημιουργώντας την ανεπανόρθωτη ανισορροπία που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ψυχοσεξουαλικότητα (André, 2οο1).
Στην πρώιμη περίοδο του Freud η ψυχογένεση των νευρώσεων (neurotica) αποδόθηκε στη πραγματική δράση του σαγηνευτή-αποπλανητή πατέρα. Η επανενεργοποίηση της θεωρίας της σαγήνης του Freud από τον Laplanche (1989), τοποθετεί το βρέφος σε μια εκ φύσεως παθητική θέση. Η ρίζα αυτής της θεωρητικοποίησης βρίσκεται στον Ferenzci (1949) που μιλά για την τραυματική σαγήνη του ενήλικου που κανακεύει το βρέφος: ένα αλλόγλωσσο ον που χρησιμοποιεί ασυνείδητα τη γλώσσα του πάθους. Η σαγήνη του ενήλικου έναντι του παιδιού που τοποθετείται εκ των πραγμάτων σε κατάσταση πρωτογενούς παθητικότητας, δομεί την πρώιμη θηλυκότητα. Η διείσδυση της ενήλικης δομημένης σεξουαλικότητας, με τα συνειδητά ή ασυνείδητα σημαίνοντά της, αναγκάζει το παιδί να πάρει μια θέση παθητική και γοητευμένη, προοίμιο της γυναικείας θέσης (André, 2οο1). Το νεογέννητο βρίσκεται καθηλωμένο σε αβοηθησία και οι ψυχικές του λειτουργίες στο επίπεδο της ανάγκης. Η ψυχοσεξουαλική ζωή, όπως σημειώνει ο André (2οο1), δε ξεκινά από το "εγώ εισάγω" ή "θρέφομαι και πιπιλίζω με ευχαρίστηση" αλλά από το ‘‘ο άλλος εισάγει κάτι εντός μου’’. Το σαγηνευμένο παιδί είναι ένα παιδί-κοιλότητα ένα παιδί-στόμιο. Ο δρόμος για τη φαντασίωση ‘‘με διεισδύει ο πατέρας’’ έχει ήδη χαραχθεί.
Σε ένα πραγματικό επίπεδο ο τραυματικός ερωτας του πατέρα, τη στιγμή που υπερβαίνει τις ικανότητες ψυχικής διεργασίας του παιδιού, είναι ίσως η βασική αιτία της απώθησης της πρωτογενούς θηλυκότητας αποτελώντας ωστόσο την προϋπόθεση ύπαρξης και ικανοποίησης μιας μεταγενέστερης θηλυκότητας. O Laplanche (1989) συνηχώντας με τον Bion αλλά και τον Anzieu, αναφέρει ότι τα χάδια, η ερωτική ονειροπόληση, τα κανακεματα δινουν τη δυνατότητα της διάπλασης και της επιβεβαίωσης της ολικής μορφής, του ορίου, του κλειστού περιβλήματος που αποτελεί η επίστρωση του δέρματος, που λειτουργεί προστατευτικά ως ένα περιέχον. Για τον Anzieu (2003) οι εισβολές στα στόμια είναι υποφερτές ίσως και ικανοποιητικές μόνο και μόνο επειδή διαγράφουν τα όρια ανάμεσα στο μέσα και στο έξω, όρια τα οποία το δέρμα διαμορφώνει για το σώμα και απεικονιζει για τον ψυχισμό. Δεν υπάρχει δυνατότητα ικανοποίησης κατά τη διείσδυση παρά μόνο όταν υπάρχει η πεποίθηση της ακεραιότητας του σωματικού περιβλήματος.
Για τον Carl Abraham, το ζήτημα της γυναικείας σεξουαλικής ψυχρότητας και της δυσπαρευνίας δεν αφορά τόσο την αδυναμία περάσματος της libido από την εξωτερική στην εσωτερική ερωτογενή σωματική έδρα (που γίνεται στην εφηβεία σύμφωνα με τον Freud), αλλά είναι ένα αρνητικό σύμπτωμα-απάντηση στην ευχάριστη - αλλά απαράδεκτη για το Εγώ - εμπειρία της πρωτογενούς περιόδου, που είναι σχετική με τη φαντασιωσική διείσδυση (André, 2οο1).
Η επίθεση που δέχεται το εγώ τόσο από τις ορμικές (διεισδυτικές στο εγώ) ώσεις του id όσο και από τις επιθέσεις αγάπης του ξένου γονεϊκού σώματος, τοποθετεί το βρέφος μεταξύ ηδονής (που συνδέεται με τις ενορμητικές σωματικές πηγές) και πόνου (από την αδυναμία μεταβολισμού της διέγερσης) σε μια πρωτογενή μαζοχιστική συνθήκη (Laplanche, 1989). Η εισβολή του σεξουαλικού στην ψυχοσωματική ενότητα του παιδιού δανείζεται διαύλους-κοιλότητες που υπάρχουν και στα δύο φύλα (στοματική-πρωκτική περιοχή). Η εισβολή αργότερα επιβεβαιώνεται τρόπον τινά εκ των υστέρων χάρη στη γενετήσια αναπαράσταση στη γυναίκα κ την πρωκτική ταύτιση στον άνδρα. Η διείσδυση στο σώμα αποτελεί τη συνέχεια των εισδοχών της παιδικής ηλικίας αναζωπυρώνοντας αλλού την ευχαρίστηση κι αλλού τον τραυματισμό (π.χ. στην ψυχρότητα) (André, 2οο1).
Μια οπτική του André μακριά από την αναθεωρημένη ‘‘τελική’’ άποψη του Freud (που το 1931 εκδίδει το κείμενο για τη γυναικεία σεξουαλικότητα) βλέπει τον πατέρα να παίζει αποφασιστικό ρόλο στην επί των σωματικών εδρών ερωτογένειας του κοριτσιού. Συμφωνεί πιο πολύ με το κείμενο του 1920 για τη φαντασίωση ‘‘χτυπούν ένα παιδί’’ όπου ο πατέρας είναι διεισδυτικός, το σώμα είναι ένα δοχείο υποδοχής και το τίμημα της πρωιμότητας αυτής είναι η βαθιά απώθηση της οιδιπόδειας σεξουαλικότητας (Freud, 1920a). Όταν ο πατέρας επιθυμεί και σαγηνεύει το κορίτσι, επιβάλει την υπόθεση της πρώιμης επίγνωσης του κόλπου που εν τέλει εξωθείται από τη φροϋδική επεξεργασία. Η παραγνώριση του κόλπου υπάρχει στην περίπτωση ενός πατέρα λιβιδινικά αδιάφορου (André, 2οο1).
Σύμφωνα με τον Freud για το αγόρι τα πράγματα είναι πιο απλά. Η μετατροπή του άγχους ενώπιον της libido σε άγχος ευνουχισμού λόγω αντιποίνων είναι η απλή και σταθερή λύση, που αποφασιστικά διαμορφώνει τον ανδρικό ψυχισμό (André, 2οο1). Προσμετρώντας στο συλλογισμό το ζήτημα της ασυνείδητης αμφισεξουαλικότητας ίσως στο υπόστρωμα του άγχους δεν βρίσκεται η αναπαράσταση του τίποτε που πηγάζει από την οπτική εμπειρία της γεννητικής ανομοιότητας ανάμεσα στα δύο φύλα (Freud, 1925c), αλλά αυτό που είναι πρωτογενώς θηλυκό, και που οφείλεται να απωθηθεί με σφοδρότητα, μιας και αν θέλει να ικανοποιηθεί το αγόρι από τον πατέρα πρέπει να υποστεί όπως η μητέρα τον ευνουχισμό. Η θηλυκή πλευρά του άντρα, χειραγωγημένη και υποταγμένη δια της απώθησης, δεν εναντιώνεται στην οριστική επιλογή που πραγματοποιείται. Υπό αυτό το πρίσμα, η σεξουαλική κυριαρχική συμπεριφορά είναι μάλλον γέννημα της απώθησης, και ο άνδρας εξ' αντιδράσεως, μέσω της σαδιστικής σεξουαλικής κυριαρχικότητας, αμύνεται στη λανθάνουσα φαντασίωση της θηλυκότητας (André, 2οο1). Η υπόθεση του Jacques André, που αντιλαμβάνεται την ψυχογενεση της θηλυκότητας ως διεργασία της υποχρεωτικά παθητικής θέσης του παιδιού όπου ο άλλος εισδύει μέσα του, συνδέει την ηδονή με τη διείσδυση/παραβίαση, υποστηρίζοντας τον απαραίτητο χαρακτήρα του δεσμού μεταξύ μαζοχισμού κ θηλυκότητας.
Συνοψίζοντας λοιπόν, υπάρχει φαίνεται ένα αρχαϊκό ενορμητικό πλεόνασμα του σκοπού της θηλυκότητας συνδεδεμένο με τη φαντασίωση συνουσίας με τον πατέρα. Οι αναπαραστάσεις στομίων που συνδέονται με τη διεισδυτική πατρική σεξουαλική κίνηση, καθίστανται έτσι απαράδεκτες κι υπόκεινται στον μηχανισμό της απώθησης που σκοπό έχει να τοποθετήσει στην αφάνεια τους παθητικούς σκοπούς της libido χωρίς να τις εντάξει σε μια αναπαράσταση ευνουχισμού, στη συμβολική τάξη της οιδιπόδειας κατάστασης (André, 2oo1).
Η ψυχική αμφιφυλία ναρκοθετεί εν τέλει την πρωτοκαθεδρία του φάλλου έναντι της θηλυκής θέσης που απωθείται. Το κοινωνικό πεδίο ως χώρος πραγμάτωσης της ατέρμονης κοινωνικής κυριαρχίας του άνδρα, εκτός από τα σημαίνοντα της φαλλικής προβληματικής, περιέχει τη μετάθεση του άγχους ευνουχισμού από το αρσενικό στο θηλυκό. Η φαλλική λογική ωστόσο, βαθιά ναρκισσιστική επί τοις ουσίας, εξαλείφει την ετερότητα επαναφέροντας το ίδιο (Αndre, 2oo1). Αυτό δεν εισάγει τη διαφορά των φύλων αλλά την υπεροχή του ενός. Η νίκη του αρσενικού απέναντι στο θηλυκό, απαλύνει περισσότερο την απειλή της ήττας και το ένα φύλο υποχρεώνεται να αναπαριστά από μόνο του την πληγή που το άλλο φύλο φοβάται ότι θα υποστεί. Επιτομή της νίκης αυτής, η εξαφάνιση της γυναίκας μέσα στο ισλαμικό hijab, στο πρώτο επίπεδο δικαιολογείται από την ανάγκη ‘‘προστασίας’’ της γυναίκας από την ακόρεστη ανδρική επιθυμία, καταδεικνύει ωστόσο τις εκφάνσεις συγκράτησης του ενορμητικού κατακλυσμού της γυναικείας επιθυμίας κ της προστασίας του άνδρα από τον ευνουχισμό που πάντοτε καραδοκεί.
Βιβλιογραφία
Αgostini, Ν. (2οο5). Η Μέλανι Κλάιν ως Αναλύτρια Εφήβων. Κάποια Συμπεράσματα,
στο Στεφανάτος, Γ. (2ο13), Ψυχανάλυση και Εφηβεία, Κλινικά και Θεωρητικά
Ορόσημα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
André, J. (2ο17). Γεννήσεις της Σεξουαλικότητας, Διάλεξη στα πλαίσια του
μεταπτυχιακού προγράμματος του ΕΚΠΑ ‘‘ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία σε
ιατρικά πλαίσια’’, 14/1/2ο17.
André, J. (2οο1). Η Θηλυκή Καταγωγή της Σεξουαλικότητας, Ίκαρος.
Anzieu, D. (2oo3) To Εγώ-Δέρμα. Καστανιώτης.
Ferenzci, S. (2ο15). Θάλασσα, Γαβριηλίδης.
Freud, S. (1895a). A Project for a Scientific Psychology, SE 1: 283-397
Freud, S. (1895b). Studies on Hysteria, SE 2
Freud, S. (19ο5b). Three Essays on the Theory of Sexuality, SE 7: 125-245.
Freud, S. (1914). On Narcissism, SE 14.
Freud, S. (1920a) The Psychogenesis of a Case of Homosexuality in a Woman, SE18:
147-172
Freud, S. (1921) Group Psychology and the Analysis of the Ego, SE 18: 65-143
Freud, S. (1923a) Ego and the Id, SE 19: 3-66.
Freud, S. (1925c) Some Physical Consequences of the Anatomical Distinction between
the Sexes, SE 19: 243-258.
Freud, S. (1931b) Female Sexuality, SE 21: 223-243
Gay, P. (2ο12) Sigmund Freud. Μια Σύγχρονη Προσωπικότητα, Οδυσσέας.
Gutton, P. (1997) Το ένηβο, οι πηγές, η πορεία του. Στο: Στεφανάτος, Γ. (2ο13)
Ψυχανάλυση και Εφηβεία, Κλινικά και Θεωρητικά Ορόσημα, Βιβλιοπωλείο της
Εστίας
Jones, E. (1927) The early development of female sexuality, The International Journal
of Psychoanalysis, Vol. 8: 459-472
Jones, E. (1933) The Phallic phase, International Journal of Psychoanalysis, Vol.14,
1933, 1-33.
Klein, M. (1932). The Technique of analysis in Puberty, στο Melanie Klein (2ο17) The
Collected Works of Melanie Klein, Vol.II, The Psycho-analysis of Children, Karnac
Books.
Klein, M. (1979). Η Ψυχανάλυση των Παιδιών, Εκδόσεις Πύλη
Κοσμάς, Δ. (μτφ) (2ο11) Πλάτωνος Συμπόσιον, Γνώση
Laplanche, J. (1989 [1987]). New Foundations for Psychoanalysis. Oxford: Blackwell.
Masson, J.M. (1985) (Ed.) The complete letters of Sigmund Freud to Wilhelm Fliess,
1887-19ο4. Cambridge: Harvard University Press
Η βρεφική και παιδική ηλικία, χάριν στον Freud και παρά τις διαρκείς αντιστάσεις - έναντι της εμπέδωσης της αποφασιστικής τους σημασίας για τη γέννεση της σεξουαλικότητας λόγω κυρίως του θριάμβου της απώθησης - αποτελούν την πηγή των αμφιφυλικών ρευμάτων που διαπνέουν τον ψυχισμό ανεξαρτήτως φύλου. Απομακρυνόμενη απο το βιολογικό της ''λειτούργημα'', η σεξουαλικότητα αποτελεί το σημαντικότερο επίκτητο διακύβευμα απόλαυσης της σωματοψυχικής οντότητας. Απομακρυνόμενη από το ένστικτο, συναντιέται με την ψυχαναλυτική έννοια της ενόρμησης. Ενώ το ένστικτο ‘‘ξεδιψά’’, οι ενορμήσεις ζωής συνδεδεμένες απόλυτα και αέναα με φαντασιωτικές αναπαραστάσεις, αναζητούν συνεχώς νέους σκοπούς για να επενδύσουν αντικείμενα όχι αποκλειστικά γενετήσια (δηλαδή αμιγώς σεξουαλικά με την έννοια του οργάνου), αλλά πολύμορφα, ανανεούμενα, και διαρκώς συμπλεκόμενα με τις ενορμήσεις του θανάτου. Επιτομή αυτού η σεξουαλική πράξη, συμπυκνώνει και τις δύο ενορμητικές πλευρές ερχόμενη εις πέρας με τον ‘‘μικρό θάνατο’’ (‘‘petit mort’’) της στιγμής του οργασμού που ‘‘συμβαίνει’’ στο υποκείμενο, βυθίζωντάς το ανεξαρτήτως φύλου στην παθητικότητα (André, 2003).
Για τον Freud, η μετάβαση από τη ναρκισσιστική libido (του Εγώ) σε αυτήν του αντικειμένου, προϋποθέτει τη διάθεση με οικονομικούς όρους των ενεργών ποσών λιβιδινικής ενέργειας προς αντικείμενα εκτός του Εγώ (Freud, 19ο5b). Ωστόσο η ιδιαιτερότητά της καθιστά δυνατή ακόμα και την υπέρβαση της ανατομικής-βιολογικής καθοριστικότητας, επιβάλλοντας τη δική της, α-νόητη συχνά, πραγματικότητα. Σε αυτό το ''ανοιχτό'' ψυχοσεξουαλικό περιβάλλον, καθετί δύναται να επενδυθεί λιβιδινικά, τιθέμενο στην υπηρεσία της ευχαρίστησης-επιθυμίας: από μια ερωτογενή ζώνη (στοματικές καθηλώσεις-παλινδρομήσεις) και ένα μερικό (φετιχιστικό) αντικείμενο, έως την παντοδύναμη ψευδαισθητική θέση κατοχής και των δύο φύλων ή τις εμποτισμένες από τη μετουσίωση της σεξουαλικότητας πιο ''απομακρυσμένες'' περιοχές της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της διανοητικής εργασίας. Η επιθυμία ωστόσο δύναται να κινδυνεύσει με εκμηδένιση, όταν το υποκείμενο καθηλώνεται είτε σε αντικείμενα ανάγκης (π.χ. ναρκωτικές ουσιές), είτε στο διαστροφικό σενάριο που αναβιώνει με απελπιστικά επαναληπτικό τρόπο την προσκόλληση στα μερικά αντικείμενα της παιδικής σεξουαλικότητας.
Η ψυχική αμφιφυλία γίνεται αντιληπτή ως εσωτερική σχέση του υποκειμένου με το άλλο φύλο, με τη στήριξη της ασυνείδητης φαντασιωτικής λειτουργίας. Ετσι επιτυγχάνεται η συμβολική πρόσβαση στο άλλο φύλο που κανείς εκ των πραγμάτων απαρνείται ταυτιζόμενος με το ίδιο, ωστόσο το επενδύει και το εμπεριέχει ψυχικά.
Το ερώτημα της διαφοράς των φύλων, πέρα από τη συγκλονιστική του διάσταση για το παιδί που την ανακαλύπτει, αποτελεί ζήτημα που απασχολεί την ψυχανάλυση διαχρονικά. Ο Freud (1895, 1914) αρχικά διστάζει να καταλήξει σε μια εσωτερική θηλυκή ή αρσενική ψυχική οντότητα έχοντας κατά νου τα βιολογικά χαρακτηριστικά που μοιράζονται τα δύο φύλα. Το 1915 έχει μάλλον καταλήξει υπέρ μιας εσωτερικής αμφισεξουαλικής προδιάθεσης και στη συνέχεια συνδέει το άρρεν και το θήλυ με το ενεργητικό και παθητικό της πρωτογενούς διαδικασίας. Στο ‘‘Εγώ και το Αυτό’’ εξετάζει μια πρωτογενή αμφισεξουαλικότητα πριν από τις δευτερογενείς ταυτίσεις που στην οιδιπόδεια φάση οδηγούν στην εγκαθίδρυση της σεξουαλικής ταυτότητας πάνω στο έδαφος μιας δευτερογενούς αμφιφυλίας (Freud, 1923a). Φαίνεται ωστόσο ότι η ψυχική αφομοίωση της σωματικής μορφολογίας (αιχμές και στόμια) σε συνάρτηση με τη σύμπραξη ενόρμησης και αναπαράστασης πάνω στο έδαφος της συνάντησης με τα γονεϊκά αντικείμενα, δημιουργεί ένα εσωτερικό αντικείμενο που λειτουργεί ως βάση πάνω στην οποία ‘‘παντρεύονται’’ θηλυκές-μητρικές και αρσενικές-πατρικές λειτουργίες (André, 2oo1).
Το ζήτημα ωστόσο της αμφιφυλίας θέτει εκ των πραγμάτων το ζήτημα της απροσπέλαστης και ανοίκειας ‘‘μαύρης ηπείρου’’ της θηλυκής σεξουαλικότητας που αφέθηκε από τον Freud σε ημίφως, που εμβληματικά σκιαγραφείται με τη γνωστή του φράση, ‘‘ας μιλήσουν για αυτές οι ποιητές’’. Ο Freud εμένει στην άποψη οτι η θηλυκή γεννητικότητα προκύπτει με την εφηβική ωρίμανση και ως τότε το κορίτσι ετεροπροσδιορίζεται σεξουαλικά λόγω των προσταγών της ανατομίας. Ο φαλλός έχει την πρωτοκαθεδρία, όντας το κεντρικό αντικείμενο της επιθυμίας είτε έχοντας χαθεί είτε δυνάμενος να χαθεί, αποτελώντας την αέναη πηγή του άγχους ευνουχισμού στους άνδρες, και το αντικείμενο πένθους και επιθυμίας για τις γυναίκες, και εν τέλει τον βασικό οργανωτή του ψυχισμού, μιας και ότι έχει χαθεί δεν μπορεί να ξεφύγει από το μοιραίο της επιδίωξης αντικατάστασής του.
Μια πρώτη αμφισβήτηση έρχεται το 1922 από την Horney, σχετικά με τη θέση του Freud για το φθόνο του πέους, και στη συνέχεια και άλλοι ψυχαναλυτές με προεξάρχοντα τον Abraham, και στη συνέχεια τους ‘‘λονδρέζους’’ Melanie Klein, Jones αλλά και τον Fenichel διαφοροποιήθηκαν από τις θέσεις του Freud σε σχέση με τη γυναικεία σεξουαλικότητα και με κεντρικό ζήτημα την ύπαρξη ή όχι πρώιμων κολπικών αισθήσεων σε αντίθεση με την πάγια θέση του Freud για παραγνώριση (‘‘απώθηση’’ διαμαρτύρεται ο Abraham) του κόλπου μέχρι την εφηβεία (Gay, 2ο12, André, 2ο13). Μάλιστα ο Freud επισφραγίζει την πρωτοκαθεδρία του φαλλού θεωρώντας ότι δεν είναι καν οι διαδικασίες της ήβης που ξυπνούν τον κόλπο αλλά η ίδια η πράξη της συνουσίας. Μέχρι τότε ο κλειτοριδικός αυτοερωτισμός του κοριτσιού ετεροπροσδιορίζεται από τη γεννητική σεξουαλική λειτουργία του αγοριού. Στη συνέχεια η λακανική παράδοση υπερθεματίζοντας, ακολουθεί τη γραμμή της ‘‘αρρενωπότητας’’ της παιδικής σεξουαλικότητας. Η διαφορά των φύλων λοιπόν κανονίζεται από το βαθμό παρουσίας του φαλλικού σημαίνοντος της πατρικής λειτουργίας κατά το ζεύγος αντιθέτων φαλλικό/ευνουχισμένο. Το κορίτσι από τη στιγμή που αποενστικτοποιείται και με την επενέργεια του ρεύματος των ενορμήσεων, οδηγείται στη λεωφόρο των σημαινόντων, εντάσσεται στη λειτουργία του λιβιδινικού συστήματος και υποτάσσεται όπως και το αγόρι στην κυριαρχία του φαλλού (André, 2οο1).
Ψυχαναλυτές όπως οι Stoller, André Green, Julia Kristeva και άλλοι, θεωρούν ότι το έδαφος ανάδυσης της σεξουαλικότητας και το αέναο στήριγμα της ψυχικής αμφιφυλίας είναι πρωτογενώς θηλυκό (Agostini, 2οο5). Το πρώιμο κυρίαρχο ενορμητικό περιβάλλον (πηγάζουσα ενόρμηση-ικανοποίησή/σβήσιμό της), που προηγείται της ταυτισιακής διάκρισης αρσενικού-θηλυκού, συμπυκνώνει τις δύο αυτές πλευρές, μιας και η ενόρμηση είναι ενεργητική, αλλά ο εδρεύων στο σώμα στόχος της δεκτικός-επιστημοφιλικός, καλλιεργώντας έτσι τους σπόρους της ψυχικής αμφιφυλίας αλλά και της πρωτογενούς θηλυκότητας όπως ανακοινώνει η Μέλανι Κλάιν το 1928, ανοίγωντας δρόμους για την εξερεύνηση πολλαπλών επιπέδων της αμφιφυλίας (Klein, 1979).
Σχετικά με τη σημαίνουσα λειτουργία της αρσενικής και θηλυκής σωματικής μορφολογίας, ο Ferenczi το 1924, στη θεώρηση του για την αμφιμειξία σημειώνει τη συμβατότητα αντιστοιχίας μεταξύ των γεννητικών οργάνων σύμφωνα με το μοντέλο ζεύγους ερωτογενής ζώνη/μερικό αντικείμενο (βρεφικό στόμα-στήθος) (Ferenzci, 2ο15). Σε πρωτογενές επίπεδο ωστόσο, το θηλυκό όργανο γίνεται ‘‘διαισθητικά αντιληπτό’’ μέσω της παρουσίας του αρσενικού οργάνου, είτε αυτό είναι παρόν στην πραγματικότητα είτε γίνεται παρόν μέσω της ψευδαίσθησης, κάτι που ανιστρόφως ισχύει για το αρσενικό. Είναι πολύ νωρίς για την ανάπτυξη μιας ετερότητας. Αυτό που κυριαρχεί είναι το πρωτογενές αδιαφοροποίητο αίσθημα (Gutton, 1997).
Σύμφωνα με τον Agostini (2οο5) πάνω στη μορφολογία του μητρικού στήθους, με τις μαλακές - ‘‘θηλυκές’’ υποδεκτικές του επιφάνειες και τα σκληρά ‘‘αρσενικά’’ διεισδύοντα μέρη του: εκεί που συναρθρώνεται η πατρική λειτουργία σταθερότητας-καθετότητας με την οριζόντια και περιέχουσα μητρική λειτουργία, γεννώνται τα αμφισεξουαλικά ψυχικά περιβλήματα που είναι ωστόσο πρωτογενώς θηλυκά. Σε αυτή την πρώιμη περίοδο κυριαρχεί η στοματικότητα, που προεικονίζει το θηλυκό και στα δύο φύλα, με την έννοια μιας προ-θηλυκότητας που αποτελεί πρότυπο της μεταγενέστερης θηλυκότητας (Jones, 1927). Το θηλυκό δεν τοποθετείται προς το παρόν αντιστικτικά έναντι του αρσενικού, μιας και η καθεαυτή θηλυκότητα προϋποθέτει τη φαντασιωτική σύνδεση με τη σαγηνευτική ή τραυματική διειδύουσα λειτουργία της πατρικής γεννητικότητας που με όρους εισβολής του αντικειμένου στο Εγώ δύναται να προκαλέσει ναρκισσιστική ρήξη που συνδεδεμένη με την αναπαράσταση της υποδέχουσας- διεισδυόμενης σωματικής έδρας (στοματικής ή γεννητικής) μπορεί να παράξει αργότερα παθολογίες όπως της ανορεξίας (André, 2οο1). Ίσως η στάση σωματικής απόστασης του πατέρα, κυρίως σε παλαιότερες εποχές, απέναντι στο βρέφος σε σχέση με τα κανακέματά του, να προδίδει μια ασυνείδητη προστασία σε σχέση με την απαραίτητη (φαντασιακή) διεισδυτικότητα που καλλιεργεί τη θηλυκή σεξουαλικότητα: ‘‘μένω μακριά, δεν αγγίζω, μην κάνω ζημιά’’.
Η ενόρμηση λοιπόν κατακλύζει τη στοματική περιοχή του βρέφους δίνοντας αφορμή για ανάπτυξη φαντασιωτικών σχημάτων που αφορούν τις σωματικές λειτουργίες. Το στήθος που για τη μητέρα είναι ένα αντικείμενο θρέψης του βρέφους δεν γίνεται να χάσει τη σεξουαλική του διάσταση. Αποτελεί ερωτικό αντικείμενο της μητέρας. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί τη δυσκολία πολλών σύγχρονων μητέρων να αποεπενδύσουν το θηλασμό που κάποιες φορές κρατά για χρόνια, καλύπτοντας τη φαλλικόμορφη ερωτική ικανοποίηση που λαμβάνουν από το διεισδύον στήθος, με το ψευδές πέπλο του "οφέλους για το παιδί". Κάτι που αναδεικνύει ο Freud στις τρεις μελέτες όταν αναφέρει ‘‘τα συναισθήματα’’ της μητέρας ‘‘πού προέρχονται από τη δική της σεξουαλική ζωή’’. Σύμφωνα με τον Jacques André ο πατέρας ως σεξουαλικό αντικείμενο εσωτερικευμένο στη μητέρα είναι ήδη παρόν. Κάτι από τον πατέρα, τουλάχιστον ένα κομμάτι που για τη μητέρα τον αντιπροσωπεύει, ‘‘εμφυτεύεται’’ στο παιδί. Η πρωτογενής απώθηση βρίσκεται ήδη σε λειτουργία. Οι αναπαραστάσεις αυτές δημιουργούν ψυχικές εγγραφές εξαιρετικά νωρίς, διαμορφώνοντας τον σκληρό πυρήνα του ασυνείδητου και δημιουργώντας την ανεπανόρθωτη ανισορροπία που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ψυχοσεξουαλικότητα (André, 2οο1).
Στην πρώιμη περίοδο του Freud η ψυχογένεση των νευρώσεων (neurotica) αποδόθηκε στη πραγματική δράση του σαγηνευτή-αποπλανητή πατέρα. Η επανενεργοποίηση της θεωρίας της σαγήνης του Freud από τον Laplanche (1989), τοποθετεί το βρέφος σε μια εκ φύσεως παθητική θέση. Η ρίζα αυτής της θεωρητικοποίησης βρίσκεται στον Ferenzci (1949) που μιλά για την τραυματική σαγήνη του ενήλικου που κανακεύει το βρέφος: ένα αλλόγλωσσο ον που χρησιμοποιεί ασυνείδητα τη γλώσσα του πάθους. Η σαγήνη του ενήλικου έναντι του παιδιού που τοποθετείται εκ των πραγμάτων σε κατάσταση πρωτογενούς παθητικότητας, δομεί την πρώιμη θηλυκότητα. Η διείσδυση της ενήλικης δομημένης σεξουαλικότητας, με τα συνειδητά ή ασυνείδητα σημαίνοντά της, αναγκάζει το παιδί να πάρει μια θέση παθητική και γοητευμένη, προοίμιο της γυναικείας θέσης (André, 2οο1). Το νεογέννητο βρίσκεται καθηλωμένο σε αβοηθησία και οι ψυχικές του λειτουργίες στο επίπεδο της ανάγκης. Η ψυχοσεξουαλική ζωή, όπως σημειώνει ο André (2οο1), δε ξεκινά από το "εγώ εισάγω" ή "θρέφομαι και πιπιλίζω με ευχαρίστηση" αλλά από το ‘‘ο άλλος εισάγει κάτι εντός μου’’. Το σαγηνευμένο παιδί είναι ένα παιδί-κοιλότητα ένα παιδί-στόμιο. Ο δρόμος για τη φαντασίωση ‘‘με διεισδύει ο πατέρας’’ έχει ήδη χαραχθεί.
Σε ένα πραγματικό επίπεδο ο τραυματικός ερωτας του πατέρα, τη στιγμή που υπερβαίνει τις ικανότητες ψυχικής διεργασίας του παιδιού, είναι ίσως η βασική αιτία της απώθησης της πρωτογενούς θηλυκότητας αποτελώντας ωστόσο την προϋπόθεση ύπαρξης και ικανοποίησης μιας μεταγενέστερης θηλυκότητας. O Laplanche (1989) συνηχώντας με τον Bion αλλά και τον Anzieu, αναφέρει ότι τα χάδια, η ερωτική ονειροπόληση, τα κανακεματα δινουν τη δυνατότητα της διάπλασης και της επιβεβαίωσης της ολικής μορφής, του ορίου, του κλειστού περιβλήματος που αποτελεί η επίστρωση του δέρματος, που λειτουργεί προστατευτικά ως ένα περιέχον. Για τον Anzieu (2003) οι εισβολές στα στόμια είναι υποφερτές ίσως και ικανοποιητικές μόνο και μόνο επειδή διαγράφουν τα όρια ανάμεσα στο μέσα και στο έξω, όρια τα οποία το δέρμα διαμορφώνει για το σώμα και απεικονιζει για τον ψυχισμό. Δεν υπάρχει δυνατότητα ικανοποίησης κατά τη διείσδυση παρά μόνο όταν υπάρχει η πεποίθηση της ακεραιότητας του σωματικού περιβλήματος.
Για τον Carl Abraham, το ζήτημα της γυναικείας σεξουαλικής ψυχρότητας και της δυσπαρευνίας δεν αφορά τόσο την αδυναμία περάσματος της libido από την εξωτερική στην εσωτερική ερωτογενή σωματική έδρα (που γίνεται στην εφηβεία σύμφωνα με τον Freud), αλλά είναι ένα αρνητικό σύμπτωμα-απάντηση στην ευχάριστη - αλλά απαράδεκτη για το Εγώ - εμπειρία της πρωτογενούς περιόδου, που είναι σχετική με τη φαντασιωσική διείσδυση (André, 2οο1).
Η επίθεση που δέχεται το εγώ τόσο από τις ορμικές (διεισδυτικές στο εγώ) ώσεις του id όσο και από τις επιθέσεις αγάπης του ξένου γονεϊκού σώματος, τοποθετεί το βρέφος μεταξύ ηδονής (που συνδέεται με τις ενορμητικές σωματικές πηγές) και πόνου (από την αδυναμία μεταβολισμού της διέγερσης) σε μια πρωτογενή μαζοχιστική συνθήκη (Laplanche, 1989). Η εισβολή του σεξουαλικού στην ψυχοσωματική ενότητα του παιδιού δανείζεται διαύλους-κοιλότητες που υπάρχουν και στα δύο φύλα (στοματική-πρωκτική περιοχή). Η εισβολή αργότερα επιβεβαιώνεται τρόπον τινά εκ των υστέρων χάρη στη γενετήσια αναπαράσταση στη γυναίκα κ την πρωκτική ταύτιση στον άνδρα. Η διείσδυση στο σώμα αποτελεί τη συνέχεια των εισδοχών της παιδικής ηλικίας αναζωπυρώνοντας αλλού την ευχαρίστηση κι αλλού τον τραυματισμό (π.χ. στην ψυχρότητα) (André, 2οο1).
Μια οπτική του André μακριά από την αναθεωρημένη ‘‘τελική’’ άποψη του Freud (που το 1931 εκδίδει το κείμενο για τη γυναικεία σεξουαλικότητα) βλέπει τον πατέρα να παίζει αποφασιστικό ρόλο στην επί των σωματικών εδρών ερωτογένειας του κοριτσιού. Συμφωνεί πιο πολύ με το κείμενο του 1920 για τη φαντασίωση ‘‘χτυπούν ένα παιδί’’ όπου ο πατέρας είναι διεισδυτικός, το σώμα είναι ένα δοχείο υποδοχής και το τίμημα της πρωιμότητας αυτής είναι η βαθιά απώθηση της οιδιπόδειας σεξουαλικότητας (Freud, 1920a). Όταν ο πατέρας επιθυμεί και σαγηνεύει το κορίτσι, επιβάλει την υπόθεση της πρώιμης επίγνωσης του κόλπου που εν τέλει εξωθείται από τη φροϋδική επεξεργασία. Η παραγνώριση του κόλπου υπάρχει στην περίπτωση ενός πατέρα λιβιδινικά αδιάφορου (André, 2οο1).
Σύμφωνα με τον Freud για το αγόρι τα πράγματα είναι πιο απλά. Η μετατροπή του άγχους ενώπιον της libido σε άγχος ευνουχισμού λόγω αντιποίνων είναι η απλή και σταθερή λύση, που αποφασιστικά διαμορφώνει τον ανδρικό ψυχισμό (André, 2οο1). Προσμετρώντας στο συλλογισμό το ζήτημα της ασυνείδητης αμφισεξουαλικότητας ίσως στο υπόστρωμα του άγχους δεν βρίσκεται η αναπαράσταση του τίποτε που πηγάζει από την οπτική εμπειρία της γεννητικής ανομοιότητας ανάμεσα στα δύο φύλα (Freud, 1925c), αλλά αυτό που είναι πρωτογενώς θηλυκό, και που οφείλεται να απωθηθεί με σφοδρότητα, μιας και αν θέλει να ικανοποιηθεί το αγόρι από τον πατέρα πρέπει να υποστεί όπως η μητέρα τον ευνουχισμό. Η θηλυκή πλευρά του άντρα, χειραγωγημένη και υποταγμένη δια της απώθησης, δεν εναντιώνεται στην οριστική επιλογή που πραγματοποιείται. Υπό αυτό το πρίσμα, η σεξουαλική κυριαρχική συμπεριφορά είναι μάλλον γέννημα της απώθησης, και ο άνδρας εξ' αντιδράσεως, μέσω της σαδιστικής σεξουαλικής κυριαρχικότητας, αμύνεται στη λανθάνουσα φαντασίωση της θηλυκότητας (André, 2οο1). Η υπόθεση του Jacques André, που αντιλαμβάνεται την ψυχογενεση της θηλυκότητας ως διεργασία της υποχρεωτικά παθητικής θέσης του παιδιού όπου ο άλλος εισδύει μέσα του, συνδέει την ηδονή με τη διείσδυση/παραβίαση, υποστηρίζοντας τον απαραίτητο χαρακτήρα του δεσμού μεταξύ μαζοχισμού κ θηλυκότητας.
Συνοψίζοντας λοιπόν, υπάρχει φαίνεται ένα αρχαϊκό ενορμητικό πλεόνασμα του σκοπού της θηλυκότητας συνδεδεμένο με τη φαντασίωση συνουσίας με τον πατέρα. Οι αναπαραστάσεις στομίων που συνδέονται με τη διεισδυτική πατρική σεξουαλική κίνηση, καθίστανται έτσι απαράδεκτες κι υπόκεινται στον μηχανισμό της απώθησης που σκοπό έχει να τοποθετήσει στην αφάνεια τους παθητικούς σκοπούς της libido χωρίς να τις εντάξει σε μια αναπαράσταση ευνουχισμού, στη συμβολική τάξη της οιδιπόδειας κατάστασης (André, 2oo1).
Η ψυχική αμφιφυλία ναρκοθετεί εν τέλει την πρωτοκαθεδρία του φάλλου έναντι της θηλυκής θέσης που απωθείται. Το κοινωνικό πεδίο ως χώρος πραγμάτωσης της ατέρμονης κοινωνικής κυριαρχίας του άνδρα, εκτός από τα σημαίνοντα της φαλλικής προβληματικής, περιέχει τη μετάθεση του άγχους ευνουχισμού από το αρσενικό στο θηλυκό. Η φαλλική λογική ωστόσο, βαθιά ναρκισσιστική επί τοις ουσίας, εξαλείφει την ετερότητα επαναφέροντας το ίδιο (Αndre, 2oo1). Αυτό δεν εισάγει τη διαφορά των φύλων αλλά την υπεροχή του ενός. Η νίκη του αρσενικού απέναντι στο θηλυκό, απαλύνει περισσότερο την απειλή της ήττας και το ένα φύλο υποχρεώνεται να αναπαριστά από μόνο του την πληγή που το άλλο φύλο φοβάται ότι θα υποστεί. Επιτομή της νίκης αυτής, η εξαφάνιση της γυναίκας μέσα στο ισλαμικό hijab, στο πρώτο επίπεδο δικαιολογείται από την ανάγκη ‘‘προστασίας’’ της γυναίκας από την ακόρεστη ανδρική επιθυμία, καταδεικνύει ωστόσο τις εκφάνσεις συγκράτησης του ενορμητικού κατακλυσμού της γυναικείας επιθυμίας κ της προστασίας του άνδρα από τον ευνουχισμό που πάντοτε καραδοκεί.
Βιβλιογραφία
Αgostini, Ν. (2οο5). Η Μέλανι Κλάιν ως Αναλύτρια Εφήβων. Κάποια Συμπεράσματα,
στο Στεφανάτος, Γ. (2ο13), Ψυχανάλυση και Εφηβεία, Κλινικά και Θεωρητικά
Ορόσημα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
André, J. (2ο17). Γεννήσεις της Σεξουαλικότητας, Διάλεξη στα πλαίσια του
μεταπτυχιακού προγράμματος του ΕΚΠΑ ‘‘ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία σε
ιατρικά πλαίσια’’, 14/1/2ο17.
André, J. (2οο1). Η Θηλυκή Καταγωγή της Σεξουαλικότητας, Ίκαρος.
Anzieu, D. (2oo3) To Εγώ-Δέρμα. Καστανιώτης.
Ferenzci, S. (2ο15). Θάλασσα, Γαβριηλίδης.
Freud, S. (1895a). A Project for a Scientific Psychology, SE 1: 283-397
Freud, S. (1895b). Studies on Hysteria, SE 2
Freud, S. (19ο5b). Three Essays on the Theory of Sexuality, SE 7: 125-245.
Freud, S. (1914). On Narcissism, SE 14.
Freud, S. (1920a) The Psychogenesis of a Case of Homosexuality in a Woman, SE18:
147-172
Freud, S. (1921) Group Psychology and the Analysis of the Ego, SE 18: 65-143
Freud, S. (1923a) Ego and the Id, SE 19: 3-66.
Freud, S. (1925c) Some Physical Consequences of the Anatomical Distinction between
the Sexes, SE 19: 243-258.
Freud, S. (1931b) Female Sexuality, SE 21: 223-243
Gay, P. (2ο12) Sigmund Freud. Μια Σύγχρονη Προσωπικότητα, Οδυσσέας.
Gutton, P. (1997) Το ένηβο, οι πηγές, η πορεία του. Στο: Στεφανάτος, Γ. (2ο13)
Ψυχανάλυση και Εφηβεία, Κλινικά και Θεωρητικά Ορόσημα, Βιβλιοπωλείο της
Εστίας
Jones, E. (1927) The early development of female sexuality, The International Journal
of Psychoanalysis, Vol. 8: 459-472
Jones, E. (1933) The Phallic phase, International Journal of Psychoanalysis, Vol.14,
1933, 1-33.
Klein, M. (1932). The Technique of analysis in Puberty, στο Melanie Klein (2ο17) The
Collected Works of Melanie Klein, Vol.II, The Psycho-analysis of Children, Karnac
Books.
Klein, M. (1979). Η Ψυχανάλυση των Παιδιών, Εκδόσεις Πύλη
Κοσμάς, Δ. (μτφ) (2ο11) Πλάτωνος Συμπόσιον, Γνώση
Laplanche, J. (1989 [1987]). New Foundations for Psychoanalysis. Oxford: Blackwell.
Masson, J.M. (1985) (Ed.) The complete letters of Sigmund Freud to Wilhelm Fliess,
1887-19ο4. Cambridge: Harvard University Press