από τη Λήδα Σεμιδαλά
Η ψυχαναλυτική παρατήρηση βρέφους είναι μια μεθοδολογία παρατήρησης που συνδυάζει την ψυχαναλυτική θεώρηση με τις θεωρίες και τα ερευνητικά δεδομένα της ανάπτυξης.
Η ενεργητική παρατήρηση έχει τις ρίζες της στον Freud (1909), ο οποίος ζήτησε από τους γονείς του μικρού Hans, να παρατηρήσουν τον γιό τους, προκειμένου να κατανοήσουν την πηγή της φοβίας του. Αργότερα, ο ίδιος παρατήρησε πώς ο εγγονός του στην κούνια του κατάφερνε, μέσα από το παιχνίδι με μια κουβαρίστρα, να τα βγάζει πέρα με τις απουσίες της μητέρας. Μετά τον Freud και άλλοι ψυχαναλυτές χρησιμοποίησαν την μέθοδο της παρατήρησης σε διάφορα πλαίσια, για διαγνωστικούς σκοπούς ή την δημιουργία θεωριών πρώιμης ανάπτυξης (π.χ. Klein, ’50, Anna Freud ‘50, Spitz, 1945, Winnicot, ’40, Bowlby, ’50). Το 1962 η Ester Bick και ο Bion δίνουν την θεραπευτική διάσταση της παρατήρησης, ενώ από το 1948 η μέθοδος της ψυχαναλυτικής παρατήρησης βρέφους εισάγεται ως μέρος της ψυχοθεραπευτικής εκπαίδευσης στην Κλινική Tavistock του Λονδίνου. Η μέθοδος πλέον ασκεί επίδραση σε μια σειρά από άλλους τομείς των εφαρμοσμένων επιστημών, όπως οι επιστήμες της αγωγής, η παιδιατρική, η νομική επιστήμη στις υποθέσεις οικογενειακού δικαίου κλπ.
Η ενεργητική παρατήρηση έχει τις ρίζες της στον Freud (1909), ο οποίος ζήτησε από τους γονείς του μικρού Hans, να παρατηρήσουν τον γιό τους, προκειμένου να κατανοήσουν την πηγή της φοβίας του. Αργότερα, ο ίδιος παρατήρησε πώς ο εγγονός του στην κούνια του κατάφερνε, μέσα από το παιχνίδι με μια κουβαρίστρα, να τα βγάζει πέρα με τις απουσίες της μητέρας. Μετά τον Freud και άλλοι ψυχαναλυτές χρησιμοποίησαν την μέθοδο της παρατήρησης σε διάφορα πλαίσια, για διαγνωστικούς σκοπούς ή την δημιουργία θεωριών πρώιμης ανάπτυξης (π.χ. Klein, ’50, Anna Freud ‘50, Spitz, 1945, Winnicot, ’40, Bowlby, ’50). Το 1962 η Ester Bick και ο Bion δίνουν την θεραπευτική διάσταση της παρατήρησης, ενώ από το 1948 η μέθοδος της ψυχαναλυτικής παρατήρησης βρέφους εισάγεται ως μέρος της ψυχοθεραπευτικής εκπαίδευσης στην Κλινική Tavistock του Λονδίνου. Η μέθοδος πλέον ασκεί επίδραση σε μια σειρά από άλλους τομείς των εφαρμοσμένων επιστημών, όπως οι επιστήμες της αγωγής, η παιδιατρική, η νομική επιστήμη στις υποθέσεις οικογενειακού δικαίου κλπ.
Το πλαίσιο διεξαγωγής της ψυχαναλυτικής παρατήρησης βρέφους/ νηπίου
Στα πλαίσια της εκπαίδευσης, η παρατήρηση διεξάγεται στο χώρο του σπιτιού, όπου βασικό αντικείμενο παρατήρησης αποτελεί η δυναμική αλληλεπίδραση του βρέφους με την μητέρα, τον πατέρα και τα άλλα μέλη της οικογένειας. Η παρατήρηση μπορεί να γίνει και στο χώρο του βρεφονηπιακού σταθμού. Εκεί, το αντικείμενο της παρατήρησης είναι η αλληλεπίδραση του βρέφους ή του νηπίου με την βρεφονηπιοκόμο, που είναι και το βασικό πρόσωπο φροντίδας, καθώς και με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας.
Εύκολα γίνεται κατανοητή η αναλογία του συστήματος της οικογένειας με έδρα το σπίτι, με το σύστημα της ομάδας με έδρα το σχολείο. Εκεί η βρεφονηπιοκόμος εν πολλοίς αναλαμβάνει ένα μητρικό ρόλο, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά παίζουν τον ρόλο που θα είχαν τα αδέρφια στην οικογένεια, διατηρώντας όμως και την ιδιότητά των συνομηλίκων, με τους οποίους δημιουργούνται οι πρώτοι κοινωνικοί δεσμοί εκτός οικογένειας.
Το πλαίσιο της παρατήρησης χρειάζεται να είναι σταθερό και η παρουσία του παρατηρητή διακριτική, ώστε να μην διαταράσσεται η κανονική λειτουργία της οικογένειας ή της ομάδας και να μην αλλάζει η κανονική ροή των πραγμάτων.
Ο παρατηρητής στο τέλος καταγράφει όσα διαμείφθηκαν, ενώ κατά την διάρκεια της παρατήρησης προσπαθεί να διατηρεί την «ελεύθερα κυμαινόμενη προσοχή» (Freud). Προσπαθεί δηλαδή, να είναι ανοιχτός σε όλα όσα διαμείβονται, να σκέφτεται και να αισθάνεται πάνω σε αυτά. Η δεξιότητα αυτή μπορεί να φανεί χρήσιμη τόσο στον εκπαιδευτικό, όσο και στον γονέα, κατά την παρατήρηση του δικού του παιδιού ή ενός παιδιού από την ομάδα.
Αντικείμενο παρατήρησης αποτελούν οι συμπεριφορές του βρέφους που είναι ενδεικτικές της πρώιμης ψυχικής λειτουργίας και της ποιότητας των εμπειριών του, καθώς και η εξέλιξή τους μέσα στο χρόνο. Αναλυτικότερα, μας ενδιαφέρει όλο το ρεπερτόριο των ανταλλαγών του βρέφους με τους γύρω και τον εαυτό του. Κάθε βλέμμα, κάθε κίνηση, η φωνή, το κλάμα, το γέλιο του, οι εκφράσεις του και σε ποιόν απευθύνεται. Το παρατηρούμε να εκφράζει ανάγκες, προτιμήσεις, δυσαρέσκεια, να είναι έτοιμο για σχέσεις, να τρώει, να κοιμάται, αργότερα να παίζει. Εκφράζει έντονα συναισθήματα προς το πρόσωπο φροντίδας, άγχη, τις πρώτες απόπειρες για επικοινωνία και τις πρώτες ταυτίσεις. Σημαντική είναι η ανταπόκριση της μητέρας ή αντίστοιχα της νηπιαγωγού και των παιδιών στα παραπάνω. Ακόμα, το πώς η μητρική φιγούρα «καθρεπτίζει» τις ανάγκες του βρέφους με τα λόγια ή την στάση της και το πόσο εναρμονίζεται συναισθηματικά με το βρέφος.
Η υποκειμενικότητα της παρατήρησης και ο ρόλος των συναισθημάτων
Στην ψυχαναλυτική παρατήρηση όλα περνούν μέσα από το υποκειμενικό πρίσμα του παρατηρητή. Ο στόχος είναι «να βλέπουμε με συναίσθημα και σκέψη» και να κατανοούμε τους ασυνείδητους τρόπους συμπεριφοράς και επικοινωνίας. Όπως υπογραμμίζει ο Bion, άγγλος ψυχαναλυτής, δεν πρόκειται για μια διανοητική μάθηση (learning about), αλλά για βιωματική μάθηση (learning from experience), για μια μορφή γνώσης δηλαδή με συναισθηματικό βάθος.
Έτσι, ο παρατηρητής, αλλά και ο γονιός ή ο εκπαιδευτικός, αισθάνεται έντονα συναισθήματα χαράς, λύπης, θυμού, αβοηθησίας, ικανοποίησης κλπ. Τα συναισθήματα αυτά σχετίζονται με τα δικά του βιώματα και την προσωπικότητά του. Από την άλλη μεριά, γίνεται αποδέκτης των «προβολών» συναισθημάτων και σκέψεων τόσο του βρέφους/ νηπίου, όσο και της μητέρας ή της βρεφονηπιοκόμου και των υπολοίπων παιδιών. Στην ίδια θέση μπορεί να βρεθεί τόσο το βρέφος όσο και το πρόσωπο φροντίδας. Για παράδειγμα, ένα απαρηγόρητο βρέφος, που μπορεί να νιώθει ότι κατακλύζεται από άγχη αφανισμού λόγω του αποχωρισμού από την μητέρα, προβάλει στο φροντιστή την αγωνία του. Θέλει πολύ κόπο μερικές φορές από την μητέρα ή την βρεφονηπιοκόμο για να μείνουν ανεπηρέαστες. Υπό το κράτος αυτών των συναισθημάτων, δεν είναι απλό να καταφέρουν να το «εμπεριέξουν», δηλαδή να το αγκαλιάσουν συναισθηματικά και πρακτικά, έως ότου να νιώσει ασφάλεια. Με ανάλογο τρόπο, πολλές φορές οι βρεφονηπιοκόμοι γίνονται αποδέκτες των προβολών των γονέων, οι οποίοι τους μεταφέρουν τις αγωνίες, τα άγχη ή την ενοχή τους για την φροντίδα του παιδιού τους ή οι γονείς δέχονται τις προβολές των ανησυχιών των δικών τους γονέων, του συντρόφου ή των φίλων. Σε τέτοιες περιπτώσεις χρειάζεται να καταφέρουν να διαχωρίσουν τα δύσκολα συναισθήματα που τους προβάλει ο άλλος και να διατηρήσουν το δικό τους αίσθημα ασφάλειας. Έτσι, θα μπορέσουν να καθησυχάσουν την ανησυχία, με ανάλογο τρόπο όπως το μωρό ή το νήπιο.
Έτσι λοιπόν, ο παρατηρητής όπως και ο γονιός ή ο νηπιαγωγός είναι χρήσιμο να αναγνωρίζουν αυτό που στην ψυχαναλυτική γλώσσα ονομάζεται μεταβίβαση, τα συναισθήματα δηλαδή που έχει ο άλλος (μικρός ή μεγάλος) και τα οποία μεταφέρει σε εκείνον. Χρειάζεται ακόμα να μπορούν να αναγνωρίσουν τα «αντιμεταβιβαστικά» τους συναισθήματα, δηλαδή της δική τους συναισθηματική αντίδραση. Δεν είναι πάντα εύκολο να ξεχωρίσεις αν ο εκνευρισμός που νιώθεις είναι γιατί εσύ δεν καταφέρνεις κάτι ή γιατί το παιδί ή ο άλλος νιώθουν ματαιωμένοι από τον ίδιο τους τον εαυτό και το προβάλλουν πάνω σου.
Η ανάγκη να μοιραστούμε τα δύσκολα συναισθήματα
Σε αυτή την διαδικασία είναι πολύ χρήσιμο να μοιραστεί ο παρατηρητής ή αντίστοιχα ο γονιός ή ο νηπιαγωγός την συναισθηματική του εμπειρία με κάποιον άλλον. Στα πλαίσια της εκπαίδευσης οι συμμετέχοντες παρακολουθούν συστηματική εποπτεία, η οποία στοχεύει στο να βοηθήσει να νοηματοδοτηθούν οι παρατηρούμενες συμπεριφορές, συνδέοντάς τες με την ψυχαναλυτική θεωρία και τις θεωρίες ανάπτυξης, αλλά και να υποστηριχθεί συναισθηματικά ο παρατηρητής στο δύσκολο έργο του. Ο νηπιαγωγός, όπως και ο γονέας, έχει και ο ίδιος συναισθηματικές ανάγκες, καμιά φορά ανάλογες με των βρεφών, όπως ανάγκη για φροντίδα, ξεκούραση, κατανόηση, προστασία. Είναι δύσκολο, λοιπόν, να παρέχει φροντίδα ανεξάντλητα αν ο ίδιος δεν έχει ψυχικό απόθεμα για να το κάνει. Κατά αναλογία, ο γονιός με τον σύντροφο, κάποιον δικό του άνθρωπο ή έναν ειδικό και ο νηπιαγωγός με τους συναδέλφους, χρειάζεται να έχει την δυνατότητα να μοιράζεται τις σκέψεις και τις ανησυχίες του. Έτσι, θα μπορέσει να κατανοήσει το νόημα των συμπεριφορών των παιδιών και να υποστηριχθεί στο ρόλο του, διαχωρίζοντας το δικό του κομμάτι από τις απαιτήσεις και τις προβολές των άλλων.
Η ερμηνεία των βρεφικών αντιδράσεων επηρεάζει την σχέση
Ο παρατηρητής μπαίνει στη διαδικασία να «ερμηνεύσει» τις αντιδράσεις βρέφους ή του νηπίου. Το πώς θα νοηματοδοτήσει τα ερεθίσματα που δέχεται, οι λέξεις που θα χρησιμοποιήσει για να τα περιγράψει, σχετίζονται με την προσωπικότητα του, την συναισθηματική του κατάσταση και το γνωστικό του υπόβαθρο. Κατ’ αντιστοιχία, η μητέρα ή η βρεφονηπιοκόμος καλούνται διαρκώς να ερμηνεύουν το τι θέλει ένα βρέφος που δεν μιλά ή τι εννοεί με τα λόγια ή την συμπεριφορά του ένα νήπιο. Ερευνητικά έχει βρεθεί ότι οι ερμηνείες και τα νοήματα που αποδίδει η μητέρα ή το πρόσωπο πρώιμης φροντίδας, δεν αντανακλούν μόνο το τι παρατηρεί στο παιδί αλλά και τις φαντασιώσεις που έχει για το ποιο είναι το παιδί και τι πρόκειται να γίνει. Οι φαντασιώσεις αυτές ακολούθως επηρεάζουν τη στάση της μητέρας απέναντι στο βρέφος και στη συνέχεια την αντίδραση του βρέφους απέναντι της. Για παράδειγμα, η δράση που θα αναλάβει η μητέρα ή η νηπιαγωγός με ένα μωρό που κλαίει έντονα, θα διαφέρει αν αποδώσει το κλάμα στον γκρινιάρικο χαρακτήρα του λέγοντας «Πάλι κλαίς; Όλο γκρινιάζεις. Τι θες πια;» ή αν το ερμηνεύσει σαν μια ανάγκη που δεν ικανοποιείται, με αποτέλεσμα να βασανίζεται, λέγοντας «Μωρό μου, τι σου συμβαίνει; Δυστυχώς δεν μπορώ να σε καταλάβω…». Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό πόσο αυτές οι ερμηνείες επηρεάζουν την σχέση ανάμεσα στο βρέφος και την μητέρα. Η συναισθηματική σχέση ανάμεσα στο παιδί και στην μητέρα ή όποιον παρέχει την πρώιμη φροντίδα, αποτελεί το περιβάλλον ανάπτυξης του εγκεφάλου και η ανάπτυξη είναι μια προσαρμογή σε αυτό το περιβάλλον (Schore 2001, 2003).
Χρειάζονται ιδιαίτερες δεξιότητες για την παρατήρηση των παιδιών
Το να μπορέσεις να παρατηρήσεις παιδιά δεν είναι μια απλή υπόθεση, χρειάζεται να μπορείς να συναισθάνεσαι την παιδική πλευρά του εαυτού σου (Sully).
Πολλές φορές θεωρούμε ότι πρέπει να κρατάμε μια ενεργητική στάση, να μιλάμε ή να πράττουμε για να δικαιολογήσουμε το ρόλο μας. Ωστόσο, είναι πολύ χρήσιμο το να καταφέρουμε να παραμείνουμε σε μια παθητική θέση για κάποιο διάστημα, παρατηρώντας, να αντέξουμε να μην γνωρίζουμε τι σημαίνει μια συμπεριφορά ή τι συναισθήματα κρύβονται πίσω της, κάτι που ο Bion (1970) ονόμασε «αρνητική ικανότητα». Όταν αρχίσουμε και καταλαβαίνουμε, η ενέργεια που θα αναλάβουμε θα είναι πιο αποτελεσματική και θα αποφύγουμε τα βιαστικά συμπεράσματα που οδηγούν σε άσκοπες, κοπιώδεις ενέργειες και τελικά αισθήματα ματαίωσης και άγχους. Με τον ίδιο τρόπο, μια μητέρα ή μια νηπιαγωγός ίσως χρειαστεί να μείνει για αρκετό καιρό στο σκοτάδι μέχρι να μπορέσει να αποκωδικοποιήσει για ποιο λόγο το βρέφος δεν τρώει αρκετά, δεν ηρεμεί, τι το ανακουφίζει ή γιατί το νήπιο έχει έντονα ξεσπάσματα θυμού, δεν ακολουθεί την ομάδα κλπ. Ο χρόνος παρατήρησης είναι ποιοτικός χρόνος νοητικής και συναισθηματικής κατανόησης, που θα οδηγήσει στην κατάλληλη δράση.
Συχνά υπάρχουν βρεφικές συμπεριφορές που προβληματίζουν, μα η αλήθεια είναι ότι κάθε βρέφος διαθέτει προσαρμοστικότητα και κάθε ζεύγος μητέρας (ή προσώπου φροντίδας)- βρέφους διαθέτει ανάλογη προσαρμοστικότητα, αρκεί να δοθεί ο απαιτούμενος χρόνος για να μπορέσουν να εναρμονιστούν μεταξύ τους.
Τι προσφέρει τελικά η παρατήρηση;
Η ψυχαναλυτική παρατήρηση βρέφους ή νηπίου αποτελεί μια μοναδική εμπειρία κατανόησης της ανάπτυξης των πρώιμων σχέσεων, της ενδοψυχικής οργάνωσης, του εύρους της φυσιολογικής ανάπτυξης, της ανάπτυξης της αίσθησης του εαυτού, των ασυνείδητων πλευρών της συμπεριφοράς και της πρώιμης επικοινωνίας.
Η παρατήρηση εν γένει, από την άλλη μεριά, μπορεί να βοηθήσει τον γονέα ή τον εκπαιδευτικό να πάρει μια απόσταση από την κατάσταση και να παρακολουθήσει το τι συμβαίνει. Βοηθά να διακρίνει τα δικά του συναισθήματα και να τα αξιοποιήσει για να συναισθανθεί το παιδί ή όποιον βιώνει μια δυσκολία, να αναπτύξει δηλαδή την δεξιότητα που ονομάζεται «ενσυναίσθηση». Μπορεί να κάνει υποθέσεις για την αιτιολογία μιας συμπεριφοράς χωρίς να εγκλωβίζεται μόνο σε μια υπόθεση, και τελικά να ενισχύσει την κατανόησή του για τα πράγματα, ώστε να παρέμβει αποτελεσματικά. Η παρατήρηση, λοιπόν, μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο στην δουλειά του νηπιαγωγού ή ως εργαλείο στην επικοινωνία γονέα- παιδιού και να βοηθήσει στην επίλυση δυσκολιών στις σχέσεις στο σχολείο και την οικογένεια.
Βιβλιογραφία
Το παρόν άρθρο βασίζεται σε κλινικό και βιωματικό υλικό του Σεμιναρίου «Πρώιμη θεραπευτική παρέμβαση σε γονείς και βρέφη/ νήπια» που πραγματοποιεί η Πανεπιστημιακή Παιδοψυχιατρική Κλινική του Νοσ/μείου Παίδων Αγ. Σοφία.
Επιπλέον,
Λάγιου- Λιγνού Ε., Αναγνωστάκη Λ., Μαραγκίδη Μ., Μπαρτζώκη Αι. Τσελίκα Μ., Χασιλίδη Μ. (2011). «Παρατηρώντας το βρέφος: Η μέθοδος της ψυχαναλυτικής παρατήρησης βρέφους», Αθήνα: Καστανιώτης.