από τη Λήδα Μπήτρου
Αναζητώντας τα αίτια των παραβιάσεων του αναλυτικού πλαισίου
Στο χώρο όπου συναντιούνται αναλυτής και αναλυόμενος για να πραγματοποιήσουν την αναλυτική συνεδρία, υπάρχει απομόνωση, ησυχία και αφοσίωση στην αλληλεπίδραση των δύο μερών, κάτι που δημιουργεί την πρώτη συνθήκη για να έρθουν κοντά δύο άνθρωποι ανεξάρτητα από τον σκοπό για τον οποίο βρίσκονται μαζί. Προσθέτοντας σε αυτό το «σκηνικό» την ιδιωτική φύση των λεγομένων του αναλυόμενου και την ευαίσθητη συναισθηματική κατάσταση στην οποία συνήθως αυτός βρίσκεται στην αρχή αλλά και κατά την διάρκεια μίας ανάλυσης, εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί ότι η εγγύτητα μεταξύ των δύο μερών αυξάνεται, με τον αναλυόμενο να την βιώνει ακόμα πιο έντονα και άμεσα, λόγω της θέσης και του ρόλου του μέσα στην αναλυτική σχέση.
Στο χώρο όπου συναντιούνται αναλυτής και αναλυόμενος για να πραγματοποιήσουν την αναλυτική συνεδρία, υπάρχει απομόνωση, ησυχία και αφοσίωση στην αλληλεπίδραση των δύο μερών, κάτι που δημιουργεί την πρώτη συνθήκη για να έρθουν κοντά δύο άνθρωποι ανεξάρτητα από τον σκοπό για τον οποίο βρίσκονται μαζί. Προσθέτοντας σε αυτό το «σκηνικό» την ιδιωτική φύση των λεγομένων του αναλυόμενου και την ευαίσθητη συναισθηματική κατάσταση στην οποία συνήθως αυτός βρίσκεται στην αρχή αλλά και κατά την διάρκεια μίας ανάλυσης, εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί ότι η εγγύτητα μεταξύ των δύο μερών αυξάνεται, με τον αναλυόμενο να την βιώνει ακόμα πιο έντονα και άμεσα, λόγω της θέσης και του ρόλου του μέσα στην αναλυτική σχέση.
Η εγγύτητα που αισθάνεται ο αναλυόμενος και που διαφέρει στην ένταση και την ποιότητά της ανάλογα με ψυχική του δομή όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από τα βιώματα της παιδικής ηλικίας και τις σχέσεις με τους γονείς του, μπορεί να βιωθεί από τον ίδιο ως ικανοποιητική, σαγηνευτική, απειλητική, επικίνδυνη ή ασφαλής και οριοθετημένη. Ανεξάρτητα όμως από την «απόχρωση» που θα πάρει η εγγύτητα μέσα στη θεραπευτική σχέση, ο αναλυόμενος αναπτύσσει μία συναισθηματική εξάρτηση από αυτόν τον «κοντινό» του άνθρωπο, τον αναλυτή, που μέσα στη διαδικασία της παλινδρόμησης (δηλαδή της αναβίωσης παλαιότερων συναισθηματικών καταστάσεων που αναφέρονται στην παιδική ηλικία αλλά που ο αναλυόμενος τα ζει ως επίκαιρα) μπαίνει στον ρόλο ενός γονιού ο οποίος τον φροντίζει και με τον οποίο ο αναλυόμενος μοιράζεται τις μύχιες σκέψεις του, τα συναισθήματα, τις φαντασιώσεις και τα όνειρά του.
Αυτή η κατάσταση «εξάρτησης» που παραπέμπει στη σχέση παιδιού-γονιού και που στην ψυχανάλυση χαρακτηρίζεται ως μεταβίβαση, αποτελεί ένα πολύτιμο θεραπευτικό εργαλείο αφού μέσω αυτής ο αναλυόμενος έχει την δυνατότητα να ξαναζήσει και να επεξεργαστεί τα προβλήματα, τις ελλείψεις και τα πιθανά τραύματα που προέκυψαν από το μεγάλωμά του. Από την άλλη βέβαια, πρόκειται για μία προσωρινή κατάσταση αφού σκοπός της αναλυτικής διαδικασίας είναι να ξεπεράσει ο αναλυόμενος τις καθηλώσεις του –τις οποίες μπορούμε να φανταστούμε ως «σκαλώματα» κατά την ψυχοσεξουαλική του ανάπτυξη που εμποδίζουν την εξέλιξη και την ωρίμανσή του-, να μεγαλώσει ψυχικά και τελικά η μεταβίβαση να «λυθεί» όπως λέμε, αφού ο αναλυόμενος δεν θα χρειάζεται πλέον τον «γονιό-αναλυτή» να τον συνοδεύει στο ψυχικό του «μεγάλωμα» καθώς αυτό θα έχει πια επιτευχθεί.
Το παραπάνω περιγράφει την ιδανική και ευκταία πορεία της μεταβίβασης μέσα στην αναλυτική ή την ψυχοθεραπευτική διαδικασία. Παρ’ όλα αυτά, στις παραβιάσεις πλαισίου η μεταβίβαση και η αντιμεταβίβαση (δηλαδή η συναισθηματική απάντηση του αναλυτή στις μεταβιβαστικές κινήσεις του αναλυόμενου) φαίνεται πως χάνουν την λειτουργία τους ως θεραπευτικά «εργαλεία» και μπαίνουν στην υπηρεσία του ασυνειδήτου για να εξυπηρετήσουν την ικανοποίηση των ψυχικών αναγκών των δύο μερών της αναλυτικής σχέσης. Πρόκειται για ανάγκες που συνδέονται με το παρελθόν αλλά και το παρόν του αναλυτή και του αναλυόμενου και οι οποίες βρίσκουν ένα πεδίο εκδραμάτισης μέσα στον αναλυτικό χώρο, τον ψυχικό χώρο αλλά και τον πραγματικό. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι στις περιπτώσεις στις οποίες δημιουργείται ερωτική σχέση μεταξύ των δύο μελών του αναλυτικού ζεύγους, η σεξουαλική συνεύρεση πραγματοποιείται συνήθως στον χώρο των συνεδριών, κάτι που υποδηλώνει ότι η συνεύρεση λαμβάνει χώρα εντός της διαδικασίας (στην ώρα της, στον χώρο της, συνήθως με το χρηματικό της τίμημα) –άρα και εντός της μεταβίβασης- και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτήν.
Τα κίνητρα που οδηγούν στις παραβιάσεις αφορούν όπως είπαμε κατά κανόνα επιθυμίες, ανάγκες και φαντασιώσεις που αναφέρονται στο ασυνείδητο των δύο μελών του αναλυτικού ζεύγους και πολύ συχνά απορρέουν από την αλληλεπίδραση που δημιουργείται λόγω ενός «ταιριάσματος» των αναγκών και των βιωμάτων του ενός και του άλλου. Για παράδειγμα ένας αναλυόμενος μπορεί να αναζητά στην αναλύτριά του την τρυφερότητα και την φροντίδα που του έλειψαν στη σχέση με την μητέρα του και η αναλύτρια ως απάντηση σε αυτό το αίτημα του αναλυόμενου να τον «φροντίζει» με το να είναι περισσότερο διαθέσιμη στο τηλέφωνο ή μειώνοντας την αμοιβή της γιατί θέλει να είναι μία «καλή μητέρα» για τον συγκεκριμένο αναλυόμενο. Αυτές βεβαίως δεν αποτελούν σοβαρές παραβιάσεις πλαισίου και για κάποιους μπορεί να μην θεωρούνται καν παραβιάσεις. Συντελούν όμως σε μία «αντιμεταβιβαστική εκδραμάτιση» όπως ονομάζεται στην ψυχανάλυση, κατά την οποία αντί οι επιθυμίες του αναλυόμενου να γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας μέσα στην ανάλυση, απαντώνται με πράξεις από την πλευρά του αναλυτή οι οποίες αντανακλούν τη δική του συναισθηματική τάση απέναντι στον αναλυόμενό του και ενδεχομένως εξυπηρετούν τις δικές του ανάγκες για αποδοχή και αγάπη.
Σκέψεις για την πρόληψη
Το πρώτο και μάλλον αυτονόητο μέτρο που μπορεί κανείς να σκεφθεί για την πρόληψη των παραβιάσεων του θεραπευτικού πλαισίου είναι η τήρηση του κώδικα δεοντολογίας που έχει θεσπίσει ο οργανισμός στον οποίο εντάσσεται ένας θεραπευτής. Οι επαγγελματικοί σύλλογοι και οι επιστημονικές εταιρείες στις οποίες ανήκουν οι ψυχολόγοι, οι ψυχίατροι, οι ψυχοθεραπευτές και οι ψυχαναλυτές διαθέτουν έναν κανονισμό δεοντολογίας τον οποίο τα μέλη του συλλόγου ή της εταιρείας δεσμεύονται να τηρούν. Εδώ όμως εμφανίζονται ορισμένα σοβαρά προβλήματα. Αρχικά, ο τίτλος του ψυχοθεραπευτή και του ψυχαναλυτή δεν είναι νομικά κατοχυρωμένος στη χώρα μας (όπως δεν είναι και σε άλλες χώρες) και κατά συνέπεια η χρήση του τίτλου δεν υπόκειται σε κανενός είδους έλεγχο. Καθένας μπορεί να κάνει χρήση αυτών των τίτλων χωρίς να υπάγεται σε ένα επαγγελματικό πλαίσιο το οποίο καθορίζει τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται για τον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο.
Έπειτα, ακόμα και αν ο θεραπευτής υπάγεται σε ένα τέτοιο πλαίσιο, κανείς δεν εγγυάται ότι θα γνωρίζει τον κώδικα δεοντολογίας ή θα του έχει δώσει την πρέπουσα σημασία. Αυτός ο κώδικας, ο οποίος έχει τη μορφή κανόνων που ορίζουν την σωστή επαγγελματική συμπεριφορά και σκοπό έχει να προασπίσει το συμφέρον του θεραπευόμενου αλλά και του θεραπευτή, είναι διαθέσιμος και προσβάσιμος από τα μέλη του σώματος και κανονικά θα πρέπει να είναι διαθέσιμος και στους θεραπευόμενους. Επιπλέον, θα ήταν ίσως πιο αποτελεσματικό το να διδάσκονται οι θεραπευτές την δεοντολογία με έναν τρόπο που να βοηθά την εσωτερίκευση των κανόνων και την συνειδητή δέσμευση σ’ αυτούς, δηλαδή μέσα από ένα ειδικό μάθημα που θα περιλαμβάνει εκτός από τον κώδικα δεοντολογίας, την συζήτηση περιπτώσεων από την κλινική πρακτική, τις σχετικές μελέτες αναφορικά με τα αίτια των παραβιάσεων και τα μέτρα πρόληψής τους.
Επίσης, σημασία θα πρέπει να δοθεί και στη δυνατότητα αναφοράς και συζήτησης των περιπτώσεων στις οποίες ο θεραπευτής αισθάνεται ότι ενδέχεται να παραβιάζει το πλαίσιο ή ότι διατρέχει αυτόν τον κίνδυνο. Είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε σ’ αυτό το σημείο ότι παραβίαση πλαισίου δεν σημαίνει υποχρεωτικά σύναψη ερωτικής σχέσης μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου καθώς δεν είναι πάντα οι ερωτικές ανάγκες ή επιθυμίες που ο θεραπευτής ζητά να ικανοποιήσει με τον θεραπευόμενο. Μπορεί να «βλέπει» σ’ αυτόν έναν φίλο, έναν σύμβουλο, έναν «σπόνσορα», έναν θεραπευτή ή ένα παιδί. Όλες αυτές οι λειτουργίες βγάζουν τον θεραπευόμενο από την θέση του και τον τοποθετούν σε μία θέση που ψυχικά, πρακτικά ή οικονομικά εξυπηρετεί τον θεραπευτή, αλλά όχι τον ίδιο και σίγουρα όχι την θεραπεία του. Συνεπώς είναι πολύ σημαντικό όταν ο θεραπευτής αισθάνεται ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά στη σχέση του με έναν θεραπευόμενο, να αναζητά βοήθεια μέσα από μία εποπτεία ή μία προσωπική θεραπεία. Ο Glen Gabbard (2008), ψυχίατρος και ψυχαναλυτής που έχει ασχοληθεί επί μακρόν με τις παραβιάσεις θεραπευτικού πλαισίου, την πρόληψη και την «αποκατάσταση» των θεραπευτών που εμπλέκονται σ’ αυτές, συμβουλεύει τους θεραπευτές: «Οτιδήποτε κάνετε με έναν ασθενή στην ψυχοθεραπεία, θα πρέπει να είναι κάτι που μπορείτε ελεύθερα να συζητήσετε με έναν επόπτη. Αν αισθάνεστε ότι δεν μπορείτε να μοιραστείτε αυτό που συμβαίνει, τότε έχετε ήδη μπει σε έναν «ολισθηρό δρόμο». Και συνεχίζει: «Οτιδήποτε αισθάνεστε ότι πρέπει να κρατήσετε μυστικό από τον επόπτη σας, είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να μοιραστείτε μαζί του».
Τέλος, στην πρόληψη μπορεί να συμβάλλει το να είναι ενημερωμένοι οι θεραπευόμενοι σχετικά με το πώς διεξάγεται μία ψυχοθεραπεία ή μία ψυχαναλυτική εργασία, με βασικό στοιχείο το κέντρο βάρους της. Το πρόσωπο του αναλυτή ή του θεραπευτή και η σχέση μαζί του είναι όπως προείπαμε ένα βασικό θεραπευτικό εργαλείο, και το να αποκτά ιδιαίτερη συναισθηματική αξία ο θεραπευτής για τον θεραπευόμενο είναι αναμενόμενο και χρήσιμο για την διαδικασία. Παρ’ όλα αυτά, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του θεραπευτή και του θεραπευόμενου θα πρέπει πάντα να βρίσκεται ο δεύτερος και βασικό μέλημα του πρώτου θα πρέπει να είναι το να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα του δεύτερου. Στις παραβιάσεις θεραπευτικού πλαισίου γίνεται μία μετακίνηση του κέντρου βάρους από τον θεραπευόμενο στον θεραπευτή. Αυτό μπορεί να συμβεί είτε γιατί οι ασυνείδητες ανάγκες του θεραπευτή τον κάνουν να παραγκωνίσει τις ανάγκες του θεραπευόμενου είτε γιατί θεωρεί ότι παραβιάζοντας το πλαίσιο παρέχει καλύτερη ή περισσότερη φροντίδα στον θεραπευόμενο. Στις σχέσεις όμως στις οποίες η ασυμμετρία των ρόλων καθιστά το ένα μέλος υπεύθυνο για την ευημερία του άλλου –όπως είναι αυτή του θεραπευτή και του θεραπευόμενου, του γιατρού και του ασθενούς, του καθηγητή και του μαθητή και αρχετυπικά του γονιού με το παιδί του- η «εξουσία» που δημιουργεί αυτή η ασυμμετρία φέρει μαζί της και μία σημαντική ευθύνη που ο έχων την «εξουσία» οφείλει να τιμά προασπίζοντας το συμφέρον του άλλου.
Βιβλιογραφία
Gabbard G.O., Lester, E.P. (1995) Boundaries and boundary violations in Psychoanalysis, New York: Basic Books
Gabbard G.O. (2008, April 1) Prevention of boundary violations. Psychiatric Times. Retrieved from http://www.psychiatrictimes.com/articles/prevention-boundary-violations
Αυτή η κατάσταση «εξάρτησης» που παραπέμπει στη σχέση παιδιού-γονιού και που στην ψυχανάλυση χαρακτηρίζεται ως μεταβίβαση, αποτελεί ένα πολύτιμο θεραπευτικό εργαλείο αφού μέσω αυτής ο αναλυόμενος έχει την δυνατότητα να ξαναζήσει και να επεξεργαστεί τα προβλήματα, τις ελλείψεις και τα πιθανά τραύματα που προέκυψαν από το μεγάλωμά του. Από την άλλη βέβαια, πρόκειται για μία προσωρινή κατάσταση αφού σκοπός της αναλυτικής διαδικασίας είναι να ξεπεράσει ο αναλυόμενος τις καθηλώσεις του –τις οποίες μπορούμε να φανταστούμε ως «σκαλώματα» κατά την ψυχοσεξουαλική του ανάπτυξη που εμποδίζουν την εξέλιξη και την ωρίμανσή του-, να μεγαλώσει ψυχικά και τελικά η μεταβίβαση να «λυθεί» όπως λέμε, αφού ο αναλυόμενος δεν θα χρειάζεται πλέον τον «γονιό-αναλυτή» να τον συνοδεύει στο ψυχικό του «μεγάλωμα» καθώς αυτό θα έχει πια επιτευχθεί.
Το παραπάνω περιγράφει την ιδανική και ευκταία πορεία της μεταβίβασης μέσα στην αναλυτική ή την ψυχοθεραπευτική διαδικασία. Παρ’ όλα αυτά, στις παραβιάσεις πλαισίου η μεταβίβαση και η αντιμεταβίβαση (δηλαδή η συναισθηματική απάντηση του αναλυτή στις μεταβιβαστικές κινήσεις του αναλυόμενου) φαίνεται πως χάνουν την λειτουργία τους ως θεραπευτικά «εργαλεία» και μπαίνουν στην υπηρεσία του ασυνειδήτου για να εξυπηρετήσουν την ικανοποίηση των ψυχικών αναγκών των δύο μερών της αναλυτικής σχέσης. Πρόκειται για ανάγκες που συνδέονται με το παρελθόν αλλά και το παρόν του αναλυτή και του αναλυόμενου και οι οποίες βρίσκουν ένα πεδίο εκδραμάτισης μέσα στον αναλυτικό χώρο, τον ψυχικό χώρο αλλά και τον πραγματικό. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι στις περιπτώσεις στις οποίες δημιουργείται ερωτική σχέση μεταξύ των δύο μελών του αναλυτικού ζεύγους, η σεξουαλική συνεύρεση πραγματοποιείται συνήθως στον χώρο των συνεδριών, κάτι που υποδηλώνει ότι η συνεύρεση λαμβάνει χώρα εντός της διαδικασίας (στην ώρα της, στον χώρο της, συνήθως με το χρηματικό της τίμημα) –άρα και εντός της μεταβίβασης- και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτήν.
Τα κίνητρα που οδηγούν στις παραβιάσεις αφορούν όπως είπαμε κατά κανόνα επιθυμίες, ανάγκες και φαντασιώσεις που αναφέρονται στο ασυνείδητο των δύο μελών του αναλυτικού ζεύγους και πολύ συχνά απορρέουν από την αλληλεπίδραση που δημιουργείται λόγω ενός «ταιριάσματος» των αναγκών και των βιωμάτων του ενός και του άλλου. Για παράδειγμα ένας αναλυόμενος μπορεί να αναζητά στην αναλύτριά του την τρυφερότητα και την φροντίδα που του έλειψαν στη σχέση με την μητέρα του και η αναλύτρια ως απάντηση σε αυτό το αίτημα του αναλυόμενου να τον «φροντίζει» με το να είναι περισσότερο διαθέσιμη στο τηλέφωνο ή μειώνοντας την αμοιβή της γιατί θέλει να είναι μία «καλή μητέρα» για τον συγκεκριμένο αναλυόμενο. Αυτές βεβαίως δεν αποτελούν σοβαρές παραβιάσεις πλαισίου και για κάποιους μπορεί να μην θεωρούνται καν παραβιάσεις. Συντελούν όμως σε μία «αντιμεταβιβαστική εκδραμάτιση» όπως ονομάζεται στην ψυχανάλυση, κατά την οποία αντί οι επιθυμίες του αναλυόμενου να γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας μέσα στην ανάλυση, απαντώνται με πράξεις από την πλευρά του αναλυτή οι οποίες αντανακλούν τη δική του συναισθηματική τάση απέναντι στον αναλυόμενό του και ενδεχομένως εξυπηρετούν τις δικές του ανάγκες για αποδοχή και αγάπη.
Σκέψεις για την πρόληψη
Το πρώτο και μάλλον αυτονόητο μέτρο που μπορεί κανείς να σκεφθεί για την πρόληψη των παραβιάσεων του θεραπευτικού πλαισίου είναι η τήρηση του κώδικα δεοντολογίας που έχει θεσπίσει ο οργανισμός στον οποίο εντάσσεται ένας θεραπευτής. Οι επαγγελματικοί σύλλογοι και οι επιστημονικές εταιρείες στις οποίες ανήκουν οι ψυχολόγοι, οι ψυχίατροι, οι ψυχοθεραπευτές και οι ψυχαναλυτές διαθέτουν έναν κανονισμό δεοντολογίας τον οποίο τα μέλη του συλλόγου ή της εταιρείας δεσμεύονται να τηρούν. Εδώ όμως εμφανίζονται ορισμένα σοβαρά προβλήματα. Αρχικά, ο τίτλος του ψυχοθεραπευτή και του ψυχαναλυτή δεν είναι νομικά κατοχυρωμένος στη χώρα μας (όπως δεν είναι και σε άλλες χώρες) και κατά συνέπεια η χρήση του τίτλου δεν υπόκειται σε κανενός είδους έλεγχο. Καθένας μπορεί να κάνει χρήση αυτών των τίτλων χωρίς να υπάγεται σε ένα επαγγελματικό πλαίσιο το οποίο καθορίζει τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται για τον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο.
Έπειτα, ακόμα και αν ο θεραπευτής υπάγεται σε ένα τέτοιο πλαίσιο, κανείς δεν εγγυάται ότι θα γνωρίζει τον κώδικα δεοντολογίας ή θα του έχει δώσει την πρέπουσα σημασία. Αυτός ο κώδικας, ο οποίος έχει τη μορφή κανόνων που ορίζουν την σωστή επαγγελματική συμπεριφορά και σκοπό έχει να προασπίσει το συμφέρον του θεραπευόμενου αλλά και του θεραπευτή, είναι διαθέσιμος και προσβάσιμος από τα μέλη του σώματος και κανονικά θα πρέπει να είναι διαθέσιμος και στους θεραπευόμενους. Επιπλέον, θα ήταν ίσως πιο αποτελεσματικό το να διδάσκονται οι θεραπευτές την δεοντολογία με έναν τρόπο που να βοηθά την εσωτερίκευση των κανόνων και την συνειδητή δέσμευση σ’ αυτούς, δηλαδή μέσα από ένα ειδικό μάθημα που θα περιλαμβάνει εκτός από τον κώδικα δεοντολογίας, την συζήτηση περιπτώσεων από την κλινική πρακτική, τις σχετικές μελέτες αναφορικά με τα αίτια των παραβιάσεων και τα μέτρα πρόληψής τους.
Επίσης, σημασία θα πρέπει να δοθεί και στη δυνατότητα αναφοράς και συζήτησης των περιπτώσεων στις οποίες ο θεραπευτής αισθάνεται ότι ενδέχεται να παραβιάζει το πλαίσιο ή ότι διατρέχει αυτόν τον κίνδυνο. Είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε σ’ αυτό το σημείο ότι παραβίαση πλαισίου δεν σημαίνει υποχρεωτικά σύναψη ερωτικής σχέσης μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου καθώς δεν είναι πάντα οι ερωτικές ανάγκες ή επιθυμίες που ο θεραπευτής ζητά να ικανοποιήσει με τον θεραπευόμενο. Μπορεί να «βλέπει» σ’ αυτόν έναν φίλο, έναν σύμβουλο, έναν «σπόνσορα», έναν θεραπευτή ή ένα παιδί. Όλες αυτές οι λειτουργίες βγάζουν τον θεραπευόμενο από την θέση του και τον τοποθετούν σε μία θέση που ψυχικά, πρακτικά ή οικονομικά εξυπηρετεί τον θεραπευτή, αλλά όχι τον ίδιο και σίγουρα όχι την θεραπεία του. Συνεπώς είναι πολύ σημαντικό όταν ο θεραπευτής αισθάνεται ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά στη σχέση του με έναν θεραπευόμενο, να αναζητά βοήθεια μέσα από μία εποπτεία ή μία προσωπική θεραπεία. Ο Glen Gabbard (2008), ψυχίατρος και ψυχαναλυτής που έχει ασχοληθεί επί μακρόν με τις παραβιάσεις θεραπευτικού πλαισίου, την πρόληψη και την «αποκατάσταση» των θεραπευτών που εμπλέκονται σ’ αυτές, συμβουλεύει τους θεραπευτές: «Οτιδήποτε κάνετε με έναν ασθενή στην ψυχοθεραπεία, θα πρέπει να είναι κάτι που μπορείτε ελεύθερα να συζητήσετε με έναν επόπτη. Αν αισθάνεστε ότι δεν μπορείτε να μοιραστείτε αυτό που συμβαίνει, τότε έχετε ήδη μπει σε έναν «ολισθηρό δρόμο». Και συνεχίζει: «Οτιδήποτε αισθάνεστε ότι πρέπει να κρατήσετε μυστικό από τον επόπτη σας, είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να μοιραστείτε μαζί του».
Τέλος, στην πρόληψη μπορεί να συμβάλλει το να είναι ενημερωμένοι οι θεραπευόμενοι σχετικά με το πώς διεξάγεται μία ψυχοθεραπεία ή μία ψυχαναλυτική εργασία, με βασικό στοιχείο το κέντρο βάρους της. Το πρόσωπο του αναλυτή ή του θεραπευτή και η σχέση μαζί του είναι όπως προείπαμε ένα βασικό θεραπευτικό εργαλείο, και το να αποκτά ιδιαίτερη συναισθηματική αξία ο θεραπευτής για τον θεραπευόμενο είναι αναμενόμενο και χρήσιμο για την διαδικασία. Παρ’ όλα αυτά, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του θεραπευτή και του θεραπευόμενου θα πρέπει πάντα να βρίσκεται ο δεύτερος και βασικό μέλημα του πρώτου θα πρέπει να είναι το να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα του δεύτερου. Στις παραβιάσεις θεραπευτικού πλαισίου γίνεται μία μετακίνηση του κέντρου βάρους από τον θεραπευόμενο στον θεραπευτή. Αυτό μπορεί να συμβεί είτε γιατί οι ασυνείδητες ανάγκες του θεραπευτή τον κάνουν να παραγκωνίσει τις ανάγκες του θεραπευόμενου είτε γιατί θεωρεί ότι παραβιάζοντας το πλαίσιο παρέχει καλύτερη ή περισσότερη φροντίδα στον θεραπευόμενο. Στις σχέσεις όμως στις οποίες η ασυμμετρία των ρόλων καθιστά το ένα μέλος υπεύθυνο για την ευημερία του άλλου –όπως είναι αυτή του θεραπευτή και του θεραπευόμενου, του γιατρού και του ασθενούς, του καθηγητή και του μαθητή και αρχετυπικά του γονιού με το παιδί του- η «εξουσία» που δημιουργεί αυτή η ασυμμετρία φέρει μαζί της και μία σημαντική ευθύνη που ο έχων την «εξουσία» οφείλει να τιμά προασπίζοντας το συμφέρον του άλλου.
Βιβλιογραφία
Gabbard G.O., Lester, E.P. (1995) Boundaries and boundary violations in Psychoanalysis, New York: Basic Books
Gabbard G.O. (2008, April 1) Prevention of boundary violations. Psychiatric Times. Retrieved from http://www.psychiatrictimes.com/articles/prevention-boundary-violations